Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Περί αγίων αγγέλων και ψυχών. Μέρος Α΄


Θεοφάνης ο Έγκλειστος, Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοφ και η διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου

Το ερώτημα για το αν και κατά πόσο οι άγιοι επουράνιοι νόες, οι αγγελικές δυνάμεις που απαύστως δοξολογούν την Τριάδα και συλλειτουργούν ενώπιον του θρόνου της θείας δόξης του Τριαδικού Θεού, είναι ή όχι παντελώς άυλοι και ασώματοι μας  ταξιδεύει στη Ρωσία του δευτέρου ημίσεος του 19ου αιώνα.  Το θέμα μας αποτέλεσε τότε το αντικείμενο μιας αξιοπρόσεκτης αντιπαράθεσης μεταξύ δύο εμβληματικών προσωπικοτήτων της ρωσικής θεολογίας και πνευματικότητας του 19ου αιώνα, του αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνοφ και του αγίου Θεοφάνη Γκόβοροφ (πιο γνωστού ως Εγκλείστου).


Ο  άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοφ (1807-1867) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ορθόδοξους ασκητικούς συγγραφείς και δασκάλους της Ρωσίας. Αφού διήλθε γοργά τα νενομισμένα στάδια της μοναστικής κλίμακας, έγινε ηγούμενος στο ερημητήριο του Αγίου Σεργίου λίγο έξω από την Αγία Πετρούπολη και στη συνέχεια επίσκοπος Καυκάσου με έδρα τη Σταυρόπολη. Η ασκητική του διδασκαλία αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχεια της παραδόσεως του μεγάλου Ουκρανού στάρετς Παϊσίου Βελιτσκόφσκι. Στα ασκητικά του έργα προβάλλεται ιδιαιτέρως η ανάγκη της πνευματικής νήψης, η αποφυγή των πλανών που απορρέουν από την φαντασία και ο αγώνας για την τήρηση των εντολών του Χριστού, χωρίς να επισκιάζεται διόλου ο μυστηριακός χαρακτήρας της χριστιανικής ζωής, εφόσον παραμόνιμος στόχος του πιστού είναι και παραμένει η απόκτηση της ειρήνης του Χριστού, η συνάντηση με τον ουράνιο νυμφίο.
Ο άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος (1815-1894) αντιπροσωπεύει και αυτός έναν αυτοδύναμο συνεχιστή της πατερικής παραδόσεως. Με το έργο του, όμοια όπως και ο Ιγνάτιος, εφοδίασε τη ρωσική θεολογική-ασκητική γραμματεία με νέες συγγραφές, οι οποίες, καθώς ανανέωναν το ορθόδοξο αγιοπατερικό πνεύμα,  ήλθαν να προστεθούν δίπλα στα κλασικά έργα της ασκητικής γραμματείας (Ισαάκ Σύρος, Ερωταποκρίσεις Βαρσανουφίου και Ιωάννου, Μάρκος Ασκητής, Γρηγόριος Σιναΐτης, Ιωάννης Κλίμακος, Θαλάσσιος Λύβιος, Θεόδωρος Στουδίτης, Συμεών Νέος Θεολόγος κ.ά.), που εκδίδονταν σε μετάφραση του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι από την εκδοτική ομάδα που είχε συμπηχθεί γύρω από τον στάρετς Μακάριο στην περίφημη Μονή της Όπτινα. Ο Θεοφάνης διετέλεσε για ένα χρονικό διάστημα επίσκοπος Ταμπόφ και έπειτα Βλαντιμίρ για να αποσυρθεί στη συνέχεια σε ένα ερημητήριο, όπου έζησε 28 ολόκληρα χρόνια αφιερωμένος στην προσευχή και την συγγραφή.   
Ο Θεοφάνης είχε ευφήμως μνημονεύσει την βοήθεια που του παρέσχε, σε σχέση με την σύνταξη του βιβλίου του Ο δρόμος προς την σωτηρία (1868-1869),  ο αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοφ. Όταν όμως αυτός ο τελευταίος διατύπωσε την άποψή του για τους  άγιους του Θεού αγγέλους και τις ανθρώπινες ψυχές, ο Θεοφάνης αντέδρασε σθεναρά. Ποιο ήταν όμως το πρόβλημα;

Ο Ιγνάτιος απέρριπτε κατηγορηματικά -ορθώς επί του σημείου αυτού- κάθε δυνατότητα θεώρησης οποιουδήποτε κτιστού όντος (άρα και των αγγέλων) ως απολύτως αΰλου. Η περατότητα προϋποθέτει μια κάποια υλικότητα, μια, για να εκφραστώ με φιλοσοφικούς όρους, χωροχρονική διαστηματικότητα. Απολύτως άυλος και ασώματος θα πρέπει να θεωρηθεί μόνον ο Θεός, οπότε είναι απολύτως αδιανόητη οποιαδήποτε εξομοίωση επί του σημείου αυτού των κτισμάτων με τον Θεό.

Αν ο Ιγνάτιος έμενε εδώ, θα εξέφραζε ορθά την ορθόδοξη θεολογική παράδοση κινούμενος εντός των ορίων που προδιαγράφει η θεμελιώδης διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Και τούτο γιατί η μαρτυρία των θεοφόρων μαρτύρων της Παραδόσεως καταγγέλλει, μεταξύ άλλων, ως εκλεπτυσμένη ειδωλολατρία τον θεολογικό στοχασμό που αρθρώνεται στη βάση του φιλοσοφικού αξιώματος ότι υφίσταται οντολογική συγγένεια μεταξύ Θεού και λογικών όντων στο μέτρο που αυτά τα τελευταία υποτίθεται ότι είναι φύσει φορείς αθάνατης πνευματικής ουσίας (ως νόες οι άγγελοι, ως νοερές και λογικές ψυχές οι άνθρωποι). Τουναντίον, μεταξύ Θεού και κόσμου υφίσταται ριζική οντολογική ανομοιότητα, η οποία γεφυρώνεται χάριτι μόνον εν Χριστώ και εντός της κοινωνίας των θεουμένων φίλων Του Θεού, των χαρισματικών φορέων της καθ’ υπεροχήν αγνωσίας του μυστηρίου του Θεού.
Όμως ο άγιος Ιγνάτιος προέβη εν προκειμένω σε μια τυπική για την εποχή του πρόσμιξη της ορθόδοξης πατερικής θεολογίας με την γερμανικής προέλευσης ιδεαλιστική φιλοσοφία. Διατύπωσε λοιπόν έναν ισχυρισμό που προκάλεσε την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία του αγίου Θεοφάνη και τον παρακίνησε να απαντήσει. Ο Ιγνάτιος μιλά για τη σχετική έννοια της υλικότητας επικαλούμενος προς επίρρωση της θέσης του τα πορίσματα της επιστήμης του καιρού του· εν τέλει θα ταυτίσει το πνευματικό στοιχείο με τον «αιθέρα» και θα ισχυριστεί ότι η ψυχή είναι «ένα αιθέριο εξαιρετικά λεπτό πτητικό σώμα, που έχει όψη όπως αυτή του σώματός μας, τα μέλη του, ακόμα και τα μαλλιά του… πλήρη δηλαδή ομοιότητα με αυτό»! (Η παραπομπή από το βιβλίο του π. Γ. Φλωρόφσκι,  Δρόμοι της ρωσικής θεολογίας, Μόσχα 2009, 500). Προσφυώς σχολιάζει ο Φλωρόφσκι ότι η άποψη αυτή μοιάζει πολύ περισσότερο με την ρομαντική φιλοσοφία της φύσης (Naturphilosophie), παρά με την πατερική παράδοση.


Απαντώντας στον Ιγνάτιο ο Θεοφάνης παραπέμπει στην απλότητα της ψυχής και των επουρανίων νόων. Για να εξηγήσει κανείς την σχέση της ψυχής με το σώμα δεν χρειάζεται να της προσδώσει υλικά ιδιώματα, όπως έκανε ο Ιγνάτιος· αρκεί να της αναγνωρίσει μια δυναμική συγγένεια προς το σώμα. Εν τούτοις και ο Θεοφάνης συμφωνεί να προσγράψει μια κάποια αιθέρια λεπτότητα στην ψυχή αποκλείοντας όμως παράλληλα κάθε αναφορά στα πορίσματα της Χημείας ή της Φυσικής προκειμένου να ερμηνευθούν ή να ορισθούν θεολογικές έννοιες.
Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
Επιβάλλεται εδώ να θυμίσουμε τη διδασκαλία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού για την φύση των αγγέλων (και κατ’ επέκταση και της ανθρώπινης ψυχής), για να συνειδητοποιήσουμε ότι το θεμέλιο της θεολογικής μαρτυρίας των αγίων μας είναι η εκ χαρισματικής πείρας γνώση «ὑπὲρ πᾶσαν γνῶσιν» του Θεού εν Χριστώ και όχι ο μεταφυσικός στοχασμός. Ο ιερός Πατήρ μας προφυλάσσει από τον κίνδυνο που ελλοχεύει, όταν πολυπραγμονούμε μυστήρια άρρητα και «σιωπῇ μόνον κηρυττόμενα». Η φύση των αγγέλων, όπως τοσούτω μάλλον η ουσία του Θεού, μας είναι άγνωστη. Οι αναφορές στον νοερό, ασώματο, άυλο και απαθή χαρακτήρα των επουρανίων δυνάμεων είναι περιγραφικές και δεν αποσκοπούν στην συγκρότηση μιας συστηματικής αγγελολογίας φιλοσοφικού γένους: Έχουν σχετικό χαρακτήρα και κατανοούνται ορθά εντασσόμενες στη ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας, η οποία αυξάνει εντός της περιρρέουσας ατμόσφαιρας των άκτιστων ιερών θεοφανιών της Τριάδος, υπηρετική των οποίων είναι και η αγγελική χορεία. Με άλλα λόγια, όπως μας δίδαξε ο Ν. Ματσούκας, και οι αγγελοφάνιες έχουν χαρακτήρα θεοφανιών και άρα κατ’ εξοχήν σωτηριολογική σπουδαιότητα: Διακονούν το μυστήριο του εν Χριστώ αγιασμού του κτιστού διά της κατά χάριν μεθέξεώς του στο άκτιστο.
Σεραφείμ (Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως)
 
Είναι λοιπόν ακριβώς στα όρια αυτού που η ορθόδοξη θεολογία αποκαλεί διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου που ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εκθέτει τη διδασκαλία της Εκκλησίας περί των νεοερών και επουρανίων δυνάμεων. Έτσι σε σχέση προς εμάς, τους υλικούς και παχείς, οι άγγελοι λέγονται ασώματοι· αν συγκριθούν όμως με τον Θεό, τον μόνον ασύγκριτον, πρέπει να θεωρηθούν «παχεῖς και ὑλικοὶ».

Το ότι εδώ ο ιερός της Δαμασκού φωστήρ μιλά για σύγκριση των αγγέλων με τον μόνον ασύγκριτον, αποδεικνύει, κατ’ ορθή ερμηνεία, ότι δεν κάνει μεταφυσική: Δεν εμπλέκει τον Θεό σε οντολογικές συγκρίσεις στο πεδίο της κτιστής πραγματικότητας. Επομένως στη βάση της διδασκαλίας του ο άγιος θέτει την διάκριση κτιστού και ακτίστου όπως αυτή προκύπτει από την χαρισματική πείρα των εν Χριστώ δοξασμένων – γι’ αυτό και μπορεί αντινομικώς να κάνει λόγο περί συγκρίσεως προς τον μόνον ασύγκριτον! Ας δούμε το κείμενό του:
«Ἄγγελος τοίνυν ἐστὶν οὐσία νοερά, ἀεικίνητος, αὐτεξούσιος, ἀσώματος, Θεῷ λειτουργοῦσα, κατὰ χάριν ἐν τῇ φύσει τὸ ἀθάνατον εἰληφυῖα, ἧς οὐσίας τὸ εἶδος καὶ τὸν ὅρον μόνον ὁ κτίστης ἐπίσταται. Ἀσώματος δὲ λέγεται καὶ ἄυλος ὡς πρὸς ἡμᾶς· πᾶν γὰρ συγκρινόμενον πρὸς Θεὸν τὸν μόνον ἀσύγκριτον παχύ τε καὶ ὑλικὸν εὑρίσκεται, μόνον γὰρ ὄντως ἄυλον τὸ θεῖόν ἐστι καὶ ἀσώματον» (Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ed. Kotter, τόμος Ι, 45. 9-14· πρβλ. και 75, 4-5· 77, ). Και πάλι:

«Ἀσώματα δὲ καὶ ἀόρατα καὶ ἀσχημάτιστα κατὰ δύο τρόπους νοοῦμεν· τὰ μὲν κατ’ οὐσίαν, τὰ δὲ κατὰ χάριν, καὶ τὰ μὲν φύσει ὄντα, τὰ δὲ πρὸς τὴν τῆς ὕλης παχύτητα. Ἐπὶ Θεοῦ μὲν φύσει, ἐπεὶ δὲ ἀγγέλων καὶ δαιμόνων καὶ ψυχῶν χάριτι, καὶ ὡς πρὸς τὴν τῆς ὕλης παχύτητα λέγεται» (Όπ. π., 77,53-57). Και ακόμη:

«Ὑπὲρ ἡμᾶς ὄντες ὡς ἀσώματοι καὶ παντὸς σωματικοῦ πάθους ἀπηλλαγμένοι, οὐ μὴν ἀπαθεῖς· μόνον γὰρ τὸ θεῖον ἀπαθές ἐστι. Μετασχηματίζονται δὲ, πρὸς ὅπερ ἂν ὁ δεσπότης κελεύσῃ Θεός, καὶ οὕτως τοῖς ἀνθρώποις ἐπιφαίνονται καὶ τὰ θεῖα αὐτοῖς ἀποκαλύπτουσι μυστήρια» (Όπ. π., 47, 61).

Είναι προφανές λοιπόν ότι κατά την αγιοπατερική μας παράδοση το ζήτημα της φύσεως των αγγέλων προσεγγίζεται μόνον εντός της πιστεύουσας και αυξανομένης εν Πνεύματι εκκλησιαστικής κοινότητας. Από αυτή την άποψη ο άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος προσέγγισε ορθότερα το ερώτημα που τον έφερε σε αντιπαράθεση με τον Ιγνάτιο Μπριαντσανίνοφ. Αυτός ο τελευταίος, μολονότι υπέδειξε ορθώς τη ριζική ανομοιότητα όλων των κτισμάτων προς τον Θεό, εντούτοις δεν απέφυγε τον πειρασμό της μεταφυσικής σπέκουλας που τροφοδοτήθηκε, εν μέρει τουλάχιστον, από την γερμανική ρομαντική φιλοσοφία.   

Η ουράνια Ιερουσαλήμ (Άγιος Γεώργιος, Θεσσαλονίκη)
Βασιζόμενοι στον ιερό Δαμασκηνό θα λέγαμε: Όταν λέμε ότι οι άγγελοι είναι αθάνατοι, ασώματοι, άυλοι, αόρατοι και απαθείς εννοούμε πάντοτε "χάριτι" και έτσι αντιλαμβανόμαστε την σύγκριση τους προς τον Θεό. Κάτι τέτοιο μας προφυλάσσει αφ' ενός από την αυτονόμηση του κτιστού από τον μόνον ζωοδότη του, τον Θεό, και αφ' ετέρου από κάθε είδους οντολογική σύγκριση του κτιστού με τον μόνον ασύγκριτο Θεό.

Επομένως, είναι στη βάση της διάκρισης κτιστού και ακτίστου που συνειδητοποιούμε ότι και οι άγγελοι έχουν χάριτι (δηλ. επειδή ο Θεός το θέλει) όλα όσα έχουν. Το "ασώματον", το "άυλον", το "απαθές", το "αόριστον" και το "αθάνατον" αποδιδόμενα στους αγγέλους πρέπει να κατανοούνται σε αυτήν την προοπτική. Εν τέλει και οι άγγελοι ως κτίσματα τελειώθηκαν χάρη στην κατά σάρκα οικονομία του Θεού Λόγου (Γρηγόριος Νύσσης, Θεοδώρητος Κύρου, Νικήτας Στηθάτος κ.ά. υπογραμμίζουν την αλήθεια αυτή), οπότε ως μέλη και αυτοί του ενός σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, συναποτελούν με τους εν Πνεύματι αναγεννηθέντες ανθρώπους την «μία χοροστασία» της Εκκλησίας, όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος.

Κατ' επέκταση, η πίστη στην ύπαρξη και την θεία διακονική λειτουργία των αγγέλων δεν επιτρέπει τον μεταφυσικό στοχασμό αναφορικά με την ουσία τους. Εν τέλει όλες οι αγγελωνυμίες, δηλ. τα περί αγγέλων ονόματα, ρήματα, νοήματα και σχήματα που απαντούν στην παράδοση, προσεγγίζονται ως περιγραφικοί όροι που κέκτηνται σχετικό χαρακτήρα και διαυγάζονται υπό σωτηριολογική προοπτική. 
Όλα αυτά μπορούν να συνοψισθούν στη φράση ότι ο εκκλησιαστικός λόγος περί αγγέλων έχει σωτηριολογική και εκκλησιολογική λειτουργικότητα: Είναι ένας ακόμα τρόπος να μιλήσει κανείς, προς οικοδομή του εκκλησιαστικού σώματος, για το μυστήριο της ανακεφαλαίωσης των πάντων στον Χριστό-Εκκλησία.   

Άγγελος (Λεπτομέρεια από την Ι. Μονή Γκρατσάνιτσας, Σερβία)


Ομοίως σωτηριολογικώς πρέπει να κατανοηθεί και ο λόγος περί του ασωμάτου χαρακτήρα της ανθρώπινης ψυχής και της αθανασίας της: Αθανασία της ψυχής με πλατωνικούς όρους είναι αποκύημα της ανθρώπινης φαντασίας. Για την ορθόδοξη Παράδοση η αθανασία της ψυχής (και βέβαια του όλου ανθρώπου, εφόσον προσδοκούμε «ἀνάστασιν νεκρῶν») είναι αδιανόητη έξω, πέρα και άσχετα από τη ζωοποιό εν χάριτι παρουσία του Θεού, ο Οποίος είναι και ο μόνος «ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον». (Βλ. τα σχετικά σε Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Ἐμπειρική δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τὶς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τόμος Β΄,  Λεβαδεία 2011.) 
 
Στην επόμενη ανάρτηση θα εμβαθύνουμε περισσότερο στη θεολογική σημασία της διάκρισης κτιστού και ακτίστου με αφορμή το ερώτημα περί της φύσεως των αγγέλων και της ανθρώπινης ψυχής.

4 σχόλια:

  1. MΑΚΑΡΙ ΝΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΙ ΚΑΙ ΟΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΡΩΣΣΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γράφω από μνήμης:
    Το έγρο κυκλοφόρησε το 1937 στα γαλλικά. Εγώ χρησιμοποίησα μια ρωσική έκδοση του 2007. Υποθέτω ότι το ρωσικό κείμενο αντανακλά πιστότερα τη σκέψη του Φλωρόφσκι, γι' αυτό και θα πρότεινα μια μελλοντική ελληνική μετάφραση να βασιστεί στο ρωσικό κείμενο με παράλληλη χρήση και του γαλλικού.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΑΒΔΕΛΑΣ17 Δεκεμβρίου 2015 στις 7:05 π.μ.

    Εξαιρετικό απο κάθε άποψη το κείμενο σας κ. Παναγόπουλε. Είναι γεγονός ότι η συμβολή του π.Γ.Φλωρόφσκυ στην κάθαρση της ρωσικής ορθόδοξης θεολογίας απο τα στοιχεία της θρησκειοφιλοσοφικής σχολής στις αρχές του 20ου αι ήταν τεράστια και ειδικότερά απο το κίνημα του σοφιανισμού ως το τελευταίο στάδιο του ψευδομορφώματος.Όντως η μετάφραση στα ελληνικά του δευτέρου τόμου των "Δρόμων της Ρωσικής Θεολογίας" αποτελεί διακαές αίτημα όσων ασχολούνται με το έργο του. Ενημερώνω ότι ο τόμος αυτός έχει μεταφραστεί στα αγγλικά και εμπεριέχεται στην δεκατετράτομη σειρά των συλλογικών του έργων με τον αριθμό έξι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αγαπητέ κ. Αβδελά, θερμές ευχαριστίες για το σχόλιό σας.
    Αναμένω με ενδιαφέρον τους καρπούς της έρευνάς σας σχετικά με το έργο του π. Γεωργίου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή