Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Περί αγγέλων και ψυχῶν. Μέρος Β΄


Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης ο Πελοποννήσιος, ο ιερός Δαμασκηνός και η διάκριση κτιστού και ακτίστου


Σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης ίσως δεν είναι άνευ ενδιαφέροντος να σημειώσουμε ότι έναν περίπου αιώνα νωρίτερα στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης είχε απορρίψει την άποψη περί σωματικότητας  (έστω λεπτής) των αγγέλων και των ψυχών. Σε ανέκδοτο κείμενό του, που εξέδωσα πρόσφατα (Ορθόδοξη θεολογία και τουρκοκρατούμενος Ελληνισμός, Αθήνα 2014), ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης αρνείται να αναγνωρίσει «υλικότητα» ή «σωματικότητα» στους αγγέλους ακόμα και στην περίπτωση που τους συγκρίνουμε με τον μόνο φύσει άυλο και ασώματο Θεό. Κάτι τέτοιο, υποστηρίζει ο Νεόφυτος, δεν είναι δυνατόν να γίνει, επειδή καμία σύγκριση δεν είναι δυνατόν να χωρήσει μεταξύ «ἑτερουσίων» και μάλιστα μεταξύ κτιστών και ακτίστου.


Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης
Ωστόσο και αυτός τελικώς παραδέχεται ότι και οι άγγελοι «ὡς πεπερασμένην φύσιν ἔχοντες τὴν οὐσίαν … σώματά εἰσι, εἰ καὶ μὴ οἷα τὰ ἡμέτερα». Με άλλα λόγια παραδέχεται, έστω και με δυσκολία, ότι λόγω του πεπερασμένου (δηλ. κτιστού) χαρακτήρα τους  και οι άγγελοι έχουν μια sui generis σωματικότητα. Είναι προφανές ότι στην σκέψη του Νεοφύτου υπόκειται η διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, μολονότι απορρίπτει κάθε δυνατότητα συμπερασμού αναφερομένου στην φύση των αγγέλων ο οποίος θα εκκινούσε από την σύγκρισή τους με τον μόνον ασώματο και άυλο Θεό.

Η αντίθεσή του με τον ιερό Δαμασκηνό είναι πρόδηλη, αλλά μάλλον επιφανειακή: Κατ’ ουσίαν ο Νεόφυτος δεν αρνείται την «σωματικότητα» των αγγέλων· την θεμελιώνει μάλιστα στον πεπερασμένο χαρακτήρα τους και άρα στην κτιστότητά τους. Αν αρνείται την σύγκριση, αυτό το κάνει μάλλον επειδή επιθυμεί να αποφύγει πάση θυσία μια μεταφυσική εμπλοκή του Θεού στο χώρο του κτιστού…

Πράγματι ένας τέτοιος κίνδυνος ελλοχεύει αφ’ ης στιγμής εν γνώσει ή, κυρίως, εν αγνοία μας αρχίσουμε να ερμηνεύουμε κείμενα όπως αυτά του ιερού Δαμασκηνού (βλ. την αμέσως προηγούμενη ανάρτηση) ή άλλων Πατέρων ωσάν να εισάγουν φιλοσοφικού γένους συγκρίσεις και διακρίσεις. Και εξηγούμαι αμέσως:

Πώς τελικώς αντιλαμβάνεται η ορθόδοξη θεολογία την διάκριση μεταξύ ακτίστου και κτιστού;

Η διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου θεμελιώνεται στην πείρα των εν Χριστώ δοξασμένων μελών της Εκκλησίας: Είναι δηλ. καρπός αποκαλυπτικής εμπειρίας ταμιευομένης και κηρυττομένης εντός του εκκλησιαστικού σώματος και όχι απόρροια σπουδαστηριακής έρευνας ή μεταφυσικού στοχασμού. Γι’ αυτό και κατ’ ορθόδοξη αντίληψη η διαφορά η οποία «φυσικώς» διαιρεί τον άκτιστο Θεό από την κτιστή φύση παραμένει άρρητη· αυτό που στην ορθόδοξη θεολογία, επομένως, αποκαλούμε διάκριση κτιστού και ακτίστου δεν προκύπτει από κάποια μεταφυσική ενόραση της ουσίας του Θεού, αλλά δηλώνει απλώς την «άγνοια» του Θεού που διακρίνει το κτιστό ως κτιστό, δηλ. ως την πραγματικότητα που κλήθηκε στο είναι με την αγαθότητα του Θεού "ἐξ οὐκ ὄντων", τουτέστιν όχι εκ της θείας ουσίας.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής εκφράζει θαυμάσια αυτή την αλήθεια:
 
Άγιος Μάξιμος Ομολογητής
«... πρώτην μὲν φασὶν εἶναι τὴν διαιροῦσαν τῆς ἀκτίστου φύσεως τὴν κτιστὴν καθόλου φύσιν, καὶ διὰ γενέσεως τὸ εἶναι λαβοῦσαν. Φασὶ γὰρ τὸν Θεὸν ἀγαθότητι πεποιηκότα τὴν τῶν ὄντων ἁπάντων λαμπρὰν διακόσμησιν, μὴ αὐτόθεν αὐτῇ καταφανῆ γενέσθαι τίνα καὶ ὁποῖον εἶναι, τὴν περὶ τοῦτο τὴν κτίσιν τοῦ Θεοῦ διακρίνουσαν ἄγνοιαν διαίρεσιν λέγοντες. Τὴν γὰρ φυσικῶς ἀλλήλων ταῦτα διαιροῦσαν, μηδέποτε δεχομένην εἰς μίαν οὐσίαν ἕνωσιν... εἴασαν ἄρρητον».

Ακόμη περισσότερο, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μας διαβεβαιώνει ότι ακόμα και στην κατάσταση της θεώσεως ο Θεός παραμένει ακατάληπτος για τον νου, μολονότι γινώσκεται "ἐν τῷ Φωτί Του" υπέρ γνώσιν ως παντελώς έτερος σε σχέση με τα κτίσματα. Ο Παλαμάς, καταγράφοντας τη σχετική μαρτυρία των θεοδιδάκτων Πατέρων μας, δηλώνει ξεκάθαρα ότι η απόλυτη ετερότητα του ακτίστου σε σχέση με το κτιστό πιστοποιείται υπερφυώς στην καθ’ υπεροχήν αγνωσία της θεώσεως:
«Τῷ ἐξῃρημένῳ τοίνυν τούτῳ τῶν ὄντων ἑνούμενοι φωτί (οι άγιοι), τοῦτ' αὐτὸ μανθάνουσιν ὅτι τῶν κτιστῶν ἐστι ἐξῃρημένον... ἀπὸ τὴν ἕνωσιν μανθάνοντες τὴν ἀφαίρεσιν».

Γι’ αυτό και η διάκριση ακτίστου και κτιστού αναλαμβάνει στο πλαίσιο του ορθοδόξως θεολογείν κομβική λειτουργία: Συνιστά  παραμόνιμο δείκτη της θεολογικής αυτοσυνειδησίας της ορθόδοξης Εκκλησίας στον βαθμό που διασώζει τον αποφατικό πυρήνα της θεογνωσίας δηλώνοντας μια ζείδωρη άγνοια, την άγνοια της θείας ουσίας και το ακατάληπτο του θείου μυστηρίου ακόμα και στην κατά χάρη μέθεξή του.

 Λειτουργεί επομένως ως ασφαλιστική δικλείδα για κάθε ακαδημαϊκή ή λόγια θεολογική ενασχόληση, προκειμένου ο θεολογών νους να προφυλάσσεται από τον πάντοτε ελλοχεύοντα κίνδυνο να εγκλωβίσει το μυστήριο του Θεού στα στενά όρια των λογικών και εννοιολογικών εργαλείων της διάνοιάς του.

Το «χάσμα» μεταξύ του ακαταλήπτου Θεού και του κτιστού ανθρώπου δεν γεφυρώνεται οντολογικώς ή μεταφυσικώς. Η μόνη γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου είναι ο θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, διά του οποίου «ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια γέγονε». Ο Χριστός από την ημέρα της Πεντηκοστής καθιστά, με την συνέργεια των διακόνων "τοῦ λόγου τῆς καταλλαγῆς", δυνατή εντός της σαρκός Του (δηλ. στην Εκκλησία ως το απαθανατισμένο στους αιώνες σώμα Του) την ακατάργητη μέθεξη της άκτιστης βασιλείας του Θεού και Πατρός με την δύναμη του Πνεύματός Του. Πρόκειται για την αΐδιο δόξα της θεότητας, τη φυσική ευπρέπεια του Θεού, την αΐδιο δύναμη και δόξα του Σταυρού και της Αναστάσεως την οποία ο άσαρκος Λόγος παρεδείκνυε διά συμβολικών θεοφανειών στους Προφήτες και δικαίους του αρχαίου Ισραήλ, κοινωνεί στους Προφήτες θεουμένους (και δι’ αυτών στους μη εισέτι τελείους πιστούς) της Εκκλησίας του Παρακλήτου και θα αποκαλύψει «εκτυπώτερον» στους φίλους Του «ἐν τῇ ανεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Του» στα Έσχατα.
 
 Ο άγιος Γρηγόριος -σε ένα χωρίο που τινάζει στον αέρα κάθε πλατωνίζουσα μεταφυσική και γνωσιοθεωρία- διασαφεί και πάλι το θέμα μας υπογραμμίζοντας ότι και αυτή ακόμη η νοερά φύση ως κτιστή (δηλ. οι άγγελοι και οι ανθρώπινες ψυχές) απέχει περισσότερο από τον άκτιστο Θεό από ό,τι τα αισθητά από τα νοερά. Δηλαδή αισθητά και νοερά είναι ομοίως κτιστά και  άρα "ἅπαντα ξένα Θεοῦ". Ως εκ τούτου κανένα κτίσμα δεν είναι ως κτίσμα, δηλ. αφ' εαυτού του, παντελώς άυλο, αθάνατο, απαθές και αιώνιο· επιπλέον, επειδή δεν υφίσταται κανενός είδους φυσική συγγένεια μεταξύ των δημιουργημάτων και του Θεού, τόσο η γνώση του Θεού όσο και η ένωση μαζί του δεν μπορεί παρά να είναι απόρροια της θείας χάριτος (δηλ. της θείας οικονομικής συγκατάβασης εν Χριστώ) και της ελεύθερης συνέργειάς μας με αυτήν:
 
 
Τα κτίσματα είναι "αὐτὰ καθ' αὐτὰ κατὰ φύσιν ἅπαντα ξένα Θεοῦ. Πλέον γὰρ οὐδ' ὅσον εἰπεῖν ἡ νοερὰ φύσις πόρρω ἐστὶ Θεοῦ, ἢ ὅσον αἴσθησίς τε καὶ καὶ τὰ ὑπ' αἴσθησιν τῶν νοερῶν ἀπέχει. Τοσοῦτον οὖν ἀπέχοντες τῇ καθ' ἡμᾶς φύσει τοῦ Θεοῦ, ὅντως οὐαὶ ἡμῖν, εἰ μὴ γοῦν ἐκ προαιρέσεως χρηστῆς, δι' ἔργων καὶ τρόπων ἀγαθῶν, ἐγγὺς Αὐτοῦ γενοίμεθα "
 
 
Όμως προσοχή: Η μέθεξη του Θεού εν Χριστώ κατά τη βασιλεία, τη χάρη και τη φωτοφανή δόξα Του, δεν είναι οντολογική-μεταφυσική γνώση (Γι' αυτό και επιτέλους οι Ορθόδοξοι θεολόγοι θα πρέπει να χρησιμοποιούν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη φειδώ τον όρο "οντολογικός" και τους συναφείς προκειμένου του περί Θεού λόγου!). Για την αγιοπατερική παράδοση, όπως έδειξε ο π. Ι. Ρωμανίδης, το «γνωστόν του Θεού» δεν είναι το νοησιαρχικώς γνωστόν, αλλά το χαρισματικώς «μεθεκτόν». Και ο θεολογικός λόγος, ως εκ τούτου, δεν αποσκοπεί στον να συλλέξουμε «γνώσεις» περί Θεού αλλά να ενωθούμε ακαταλήπτως με τον Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, κατά την χάρη, τη δόξα, τη βασιλεία και το φως Του.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου