Παρουσίαση του βιβλίου μου από τον Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιερόθεο
Αναπαράγω από την ιστοσελίδα της Ι. Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου την βιβλιοπαρουσίαση που δημοσίευσε για το πρόσφατο βιβλίο μου ο Σεβασμιώτατος.
1. Στόχος καί γραμμή τοῦ βιβλίου
Τό βιβλίο αὐτό, ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας του, ἔχει στόχο νά εἶναι «ἕνα εὐσύνοπτο διδακτικό βοήθημα» στούς φοιτητές του «σέ παραπληρωματική σχέση κυρίως μέ τήν Δογματική τῶν Ν. Ματσούκα καί π. Ἰ. Ρωμανίδη» πού θά «τούς συνοδεύσει στήν κοπιώδη διαδικασία οἰκείωσής τους μέ τήν περί Ἐκκλησίας διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης», καθώς ἐπίσης νά «ἀποτελέσει ἕνα ἀξιόπιστο μπούσουλα προβληματισμοῦ» «γιά συναδέλφους καί κάθε ἐνδιαφερόμενο» «στόν διεθνῆ ὀρθόδοξο καί ἑτερόδοξο προβληματισμό γιά τήν Ἐκκλησία, ἰδίως στά οἰκουμενικά φόρα».
Ἡ γραμμή πού υἱοθετεῖται ἀπό τόν συγγραφέα εἶναι ἡ λεγόμενη «νεοπατερική» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, π. Ἰω. Ρωμανίδης) ἡ ὁποία «ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν μεταπατερική», ἡ ὁποία ἀπετέλεσε τόν πυρήνα τῆς «ρωσικῆς θεολογικῆς σχολῆς» καί ἐπεδίωκε νά παρουσιάση μιά θεολογία πού κινεῖται πέρα ἀπό τούς Πατέρες.
Θά πρέπει ἐδῶ νά διευκρινισθῆ ὅτι ὁ ὅρος «νεοπατερική θεολογία» δέν ἀναφέρεται στήν ὕπαρξη νέων Πατέρων πού ἀντιδιαστέλλονται ἀπό τούς παλαιούς Πατέρες, ἀλλά κρίνει δημιουργικά τήν μεταπατερική θεολογία, ἡ ὁποία ὑποστηρίζει ὅτι δῆθεν ἡ σχολαστική θεολογία εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν πατερική θεολογία καί στήν συνέχεια ἡ ρωσική θεολογία εἶναι ἀνώτερη καί ἀπό τήν πατερική καί τήν σχολαστική θεολογία.
Ἔτσι, ἡ νεοπατερική θεολογία δέχεται ὅτι δέν τελείωσε ἡ πατερική περίοδος τόν 8ο αἰώνα, ἀλλά συνεχίσθηκε ἀπό νέους Πατέρες, μέχρι τίς ἡμέρες μας, πού ἔχουν τήν ἴδια θεολογία μέ αὐτούς. Ἔτσι, ἀναλύονται τά δογματικά θέματα καί μέ βάση τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων πού ἔζησαν μετά τόν 8ο αἰώνα, ἤτοι τόν Μέγα Φώτιο, τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί ὅλους τούς Φιλοκαλικούς Πατέρες. Ὁπότε, δέν ὑπάρχει τέλος στήν πατερική παράδοση, ἀλλά συνεχίζεται μέχρι τίς ἡμέρες μας.
Διαβάζοντας κανείς τό βιβλίο αὐτό πού παρουσιάζεται ἐδῶ διαπιστώνει αὐτό πού γράφει ὁ συγγραφέας του στόν πρόλογο, ὅτι μελετᾶ ἐκκλησιολογικά ζητήματα «μέ τρόπο πού συνδυάζει τήν σύγχρονη βιβλιογραφική ἐνημέρωση μέ τό στέρεο ἑδρασμό στήν πατερική ἐκκλησιολογική μαρτυρία». Συγχρόνως ὑπῆρξε μέριμνά του νά ἐνσωματώση καί τήν ἀνάλυση «σημαντικῶν πτυχῶν τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογικοῦ προβληματισμοῦ τῶν θέσεων τῆς ρωσικῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, τόσο τῆς προεπαναστατικῆς ὅσο καί αὐτῆς τῆς ρωσικῆς Διασπορᾶς».
- Διαβάζοντας κανείς τό σημαντικό αὐτό βιβλίο, συναντᾶ πολλά ἐκκλησιολογικά θέματα, τά ὁποῖα ἀνεφύησαν στόν παρελθόν, ὅπως καί σύγχρονα θέματα, καί διαβάζει ἀναλύσεις πολύ σημαντικές πού τόν βοηθοῦν νά προβληματισθῆ ὀρθοδόξως πάνω στά σύγχρονα ἐκκλησιολογικά ζητήματα.
Αὐτό τό ἐπιτυγχάνει γιατί γνωρίζει ἐπαρκῶς τίς κυριότερες εὐρωπαϊκές γλῶσσες, γνωρίζει ἀκόμη ἐπαρκῶς τήν δυτική θεολογία, ἀφοῦ δίδαξε ὡς ἐπισκέπτης καθηγητής σέ Πανεπιστήμιο τοῦ Μονάχου, καί συνέγραψε εἰδικό βιβλίο, καθώς ἐπίσης γνωρίζει ἐπαρκῶς καί τήν ρωσική θεολογία, ἐπειδή καί πάλι δίδαξε ὡς ἐπισκέπτης καθηγητής σέ Πανεπιστήμιο τῆς Ἁγίας Πετρούπολης Ρωσίας. Ἡ δαψιλής δέ γνώση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς ἱστορικές περιόδους τοῦ ἔδωσε τό πλεονέκτημα νά κρίνη θετικά ὅλα τά σύγχρονα ρεύματα μέ βάση τήν ὀρθόδοξη πατερική παράδοση.
Ἡ πρωτοτυπία τοῦ βιβλίου βρίσκεται στό γεγονός ὅτι δέν παρουσιάζει μόνον τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία περί τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως συναντᾶται στά κείμενα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ἀλλά κάνει καί εὔστοχες συγκρίσεις καί κριτικές ἐπισημάνσεις μέ τίς ἀπόψεις τῶν ἑτεροδόξων πάνω σέ ἐκκλησιολογικά θέματα, σχολιάζοντας ἐπίκαιρα θέματα πού συνδέονται μέ τόν σύγχρονο οἰκουμενισμό.
Ἡ εὐαισθησία τοῦ συγγραφέως φαίνεται καί στό γεγονός ὅτι ἀφιερώνει τό πόνημά του «στούς χειμαζόμενους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς τῆς Μέσης Ἀνατολῆς», πού ζοῦν στόν χῶρο ἐκεῖνο στόν ὁποῖο γιά πρώτη φορά συγκροτεῖται «ἡ εὐχαριστιακή σύναξη-πραγμάτωση τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ» ὅπου «παίζεται ἡ τελευταία καί πιό τραγική φάση τοῦ δράματος τῶν ἐκεῖ Χριστιανῶν». Πρόκειται γιά μιά περιοχή ὅπου γίνονται «ἀπηνεῖς διωγμοί φανατικῶν ἰσλαμιστῶν, ἐπικουρουμένων ἀπό τήν ἔνοχη σιωπή ἰσχυρῶν τῆς Δύσης κατ’ ὄνομα -φεῦ- Χριστιανῶν» καί ἔτσι ἀπορφανίζεται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στήν Συρία καί τόν Λίβανο. Καί ὅπως σημειώνει ὁ συγγραφεύς «τό παρόν ἀνατίθεται μέ σεβασμό» «στούς ἀδελφούς μας αὐτούς, πού δίνουν τώρα τήν καλή μαρτυρία κατά μίμηση τοῦ πρώτου Μάρτυρα».
2. Ἡ θεματολογία τοῦ βιβλίου
Τό βιβλίο αὐτό διαρθρώνεται σέ πέντε κεφάλαια, ἄν καί δέν ἀριθμοῦνται ἰδιαίτερα, ἀλλά σαφῶς διακρίνονται.
Τό πρῶτο κεφάλαιο μέ τίτλο «Εἰσαγωγικές παρατηρήσεις. Ἡ κληρονομία τοῦ Ν. Ματσούκα», ἀναλύει τά θέματα Δογματική καί ἐκκλησιολογία, ἡ Ἐκκλησία ὡς μυστική δομή τοῦ κόσμου, δίνεται ἕνας περιγραφικός ὁρισμός καί καταγράφονται οἱ φάσεις τῆς Ἐκκλησίας.
Τό δεύτερο κεφάλαιο μέ τίτλο «Ἐκκλησία: Χριστολογικό καί Πνευματολογικό ὑπόβαθρο» ἀναλύει θέματα ὅπως Ἐκκλησία καί Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, Σῶμα Χριστοῦ καί ἁμαρτίες ἐπί μέρους μελῶν, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἰκουμενιστικές στρεβλώσεις, ἤτοι: ὁρατή καί ἀόρατη Ἐκκλησία ἤ τό ἕνα καί ἀδιαίρετο σῶμα τοῦ Χριστοῦ;
Τό τρίτο κεφάλαιο ἀναλύει τά τέσσερα ἰδιώματα-γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καταγράφονται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική», ἀναλύει διεξοδικά τά γνωρίσματα αὐτά, καί κάνει εὐρύ λόγο γιά τήν ἑνότητα, τήν ἁγιότητα, τήν καθολικότητα καί τήν ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Τό τέταρτο κεφάλαιο μέ τίτλο «Εἰδικά θέματα: συνοδικότητα, ἀλάθητο, πρωτεῖο» ἀναπτύσσει τά θέματα: ὁ ρόλος τῆς Συνόδου στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία καί τό ἀλάθητο, πού εἶναι κριτική παρατήρηση γιά τό παπικό ἀλάθητο, καθώς ἐπίσης κάνει λόγο καί γιά τό πρωτεῖο.
Τό πέμπτο κεφάλαιο μέ τίτλο «Ὁ Λόγος περί τῶν ἱερῶν μυστηρίων ἤτοι περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» περιλαμβάνει τά σχετικά μέ τό Βάπτισμα, τό Χρίσμα, τήν θεία Εὐχαριστία, τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης, τήν μετάνοια-ἐξομολόγηση, τόν γάμο, τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου. Καί στό τέλος παρουσιάζεται ἡ ἐκκλησιολογική ἀνθρωπολογία, ὅπου γίνεται λόγος καί γιά τίς ἅγιες ἀρετές.
Στό τέλος καταγράφονται οἱ συντομογραφίες, καί παρατίθεται ἡ ἑλληνόγλωσση καί ξενόγλωσση βιβλιογραφία.
Στήν ἀρχή διαβάζει κανείς τόν ὁρισμό τῆς ἐκκλησιολογίας: «Ἡ ἐκκλησιολογία εἶναι λόγος γιά τήν ἀγάπη τῆς Ἁγίας Τριάδος ἡ ὁποία, ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἐντεῦθεν, φανερώνεται ἐντός τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας δυνάμει τοῦ μυστηρίου τῆς Σαρκώσεως, τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ».
- Δέν παρουσιάζει μόνον τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία περί τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως συναντᾶται στά κείμενα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ἀλλά κάνει καί εὔστοχες συγκρίσεις καί κριτικές ἐπισημάνσεις μέ τίς ἀπόψεις τῶν ἑτεροδόξων πάνω σέ ἐκκλησιολογικά θέματα, σχολιάζοντας ἐπίκαιρα θέματα πού συνδέονται μέ τόν σύγχρονο οἰκουμενισμό.
Ἔπειτα, συναντᾶ κανείς ὑπέροχες ἀναλύσεις πάνω σέ σύγχρονα ἐκκλησιολογικά θέματα, τά ὁποῖα δέν μπορεῖ νά ἐκτεθοῦν στήν μικρή καί ἐνδεικτική αὐτή παρουσίαση. Ἁπλῶς ἐδῶ θά ἀναφερθοῦν μερικά ἀπό τά ἐνδιαφέροντα σημεῖα:
Ἡ εὐχαριστιακή καί θεραπευτική ἐκκλησιολογία· ἡ στρατευόμενη καί θριαμβεύουσα Ἐκκλησία· ἡ ὁρατή καί ἀόρατη Ἐκκλησία· ἡ βαπτισματική θεολογία· ἡ βαπτισματική ἐκκλησιολογία· τό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ· ὁ ἐκκλησιολογικός δοκητισμός· ἡ εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία καί ἡ οἰκουμενιστική ἐκκλησιολογία· τό μυστήριο τῆς χαρισματικῆς μέθεξης στήν ἄκτιστη καθαρτική, φωτιστική, θεουργική ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος σέ ἀντίθεση μέ τήν Παπική θεολογία περί μετοχῆς στίς κτιστές χάριτες καί δωρεές· ἡ χαρισματική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὅπως ἐξεικονίζεται στό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Χριστοῦ, καί τήν ἀντιτριαδική χρήση τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνας τῆς Ἁγίας Τριάδος· ἡ ταύτιση θεολογίας καί οἰκονομίας· τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ - ἀγάπης σέ σχέση μέ τήν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας· ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων· τό σόμπορνοστ, ἡ διαφορά μεταξύ καθολικότητας καί οἰκουμενικότητας· ἡ φανέρωση τῆς καθολικότητας μέ τίς χαρισματικές καταστάσεις τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως· ἡ διαφορά μεταξύ καθολικότητας καί δημοκρατικοῦ πολιτεύματος· ἡ βασιλική, προφητική καί ἱερατική λειτουργία τοῦ Χριστοῦ· ἡ ἀποστολική διαδοχή καί ἡ μέθεξη τῶν «ἀποστολικῶν τρόπων»· ἡ συνοδικότητα, τό ἀλάθητο, καί τό πρωτεῖο· τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ μεθηλικιώσεις τοῦ Χριστοῦ· τό ἀναλλοίωτο τῆς Πεντηκοστῆς καί ἡ ἐξελισσόμενη κατά τίς περιστάσεις ποιμαντική στρατηγική· ἡ σχέση ὀρθόδοξης πίστης καί βαπτίσματος· ἡ δυτική ἄποψη γιά τό «ὑλομορφικό» σχῆμα ἑρμηνείας τῆς αἰτιότητας τῶν μυστηρίων καί εἰδικότερα γιά τόν δυτικό ὅρο μετουσίωση στήν θεία Εὐχαριστία· ἡ ἱερωσύνη κατά τόν παπισμό· τό βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων· ἡ διακονία τῆς χαρισματικῆς θεραπείας· ἱστορία καί ἐσχατολογία· οἱ τρεῖς βαθμοί τῆς ἱερωσύνης κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας· τό δόγμα καί οἱ κανόνες καί πολλά ἄλλα ἐνδιαφέροντα σημεῖα.
Τά θέματα αὐτά ἀναλύονται μέ ἐπάρκεια καί ὀξυδέρκεια, μέ ἐκκλησιαστικό καί πατερικό φρόνημα. Ὁ συγγραφέας ἔχει ἀξιοποιήσει ὅ,τι ἔχει γραφῆ στά σύγχρονα ἐκκλησιολογικά αὐτά ζητήματα, τόσο ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς ὅσο καί ἀπό ἑτεροδόξου πλευρᾶς. Τό σημαντικό, κατά τήν γνώμη μου, εἶναι ὅτι ὁ συγγραφέας βασίζεται στήν διδασκαλία τῶν θεοπτῶν ἁγίων, ἤτοι τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων διά μέσου τῶν αἰώνων, καί μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική κρίνει ὅλα τά σύγχρονα ἐκκλησιολογικά ρεύματα.
Μέσα στά πλαίσια αὐτά, καί αὐτό εἶναι σημαντικό, ἀξιοποίησε καί τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τήν θεολογία του ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν Πατέρων τῆς Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν καί νηπτικῶν.
3. Μερικές σημαντικές ἀπόψεις τοῦ συγγραφέως
Γιά νά φανῆ ἡ σπουδαιότητα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ θά ἤθελα νά παραθέσω μερικές φράσεις πού μοῦ ἔκαναν ἰδιαίτερη ἐντύπωση καί στίς ὁποῖες φαίνεται ἡ κατεύθυνση καί ἡ προοπτική τοῦ συγγραφέως ὅσο καί ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία του.
Ἀναπτύσσοντας τό θέμα πόσο ἔχει διαποτίσει τήν δυτική τριαδολογία, τήν ἐκκλησιολογία καί τελικά καί τήν ἴδια τήν ἐκκλησιαστική ζωή «ἡ ἀπώλεια τῶν ἁγιοπατερικῶν κριτηρίων τοῦ θεολογεῖν» γράφει κατά τρόπο ρητορικό:
«Τί ἀναζητοῦμε στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, ὅταν ἔχουμε ἐκπέσει ἀπό τήν προφητική καί ἀποστολική Παράδοση, ἡ ὁποία σταθερά "δείχνει" πρός τήν μέθεξη τῆς ἐν Χριστῷ τριαδικῆς δόξας ἀπαγορεύοντας κάθε εἴδους "θεολογικά" συμπεράσματα γιά τά παντελῶς ἄρρητα, ἀνεικόνιστα καί ἀμέθεκτα; Ποιό χαρακτῆρα ἐν τέλει μπορεῖ νά λάβει ἡ ἐκκλησιαστική ζωή ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἤ δέν ξέρει ἤ δέν "ἀρκεῖται" στήν ἀποκάλυψη καί κοινωνία τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν ἄκτιστη καθαρτική, φωτιστική καί θεουργική δωρεά, πλανώμενος ἀπό τά φαντάσματα καί τούς λογισμούς τῆς ἀχαρίτωτης καρδιᾶς του;».
«Τί ἀναζητοῦμε στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, ὅταν ἔχουμε ἐκπέσει ἀπό τήν προφητική καί ἀποστολική Παράδοση, ἡ ὁποία σταθερά "δείχνει" πρός τήν μέθεξη τῆς ἐν Χριστῷ τριαδικῆς δόξας ἀπαγορεύοντας κάθε εἴδους "θεολογικά" συμπεράσματα γιά τά παντελῶς ἄρρητα, ἀνεικόνιστα καί ἀμέθεκτα; Ποιό χαρακτῆρα ἐν τέλει μπορεῖ νά λάβει ἡ ἐκκλησιαστική ζωή ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἤ δέν ξέρει ἤ δέν "ἀρκεῖται" στήν ἀποκάλυψη καί κοινωνία τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν ἄκτιστη καθαρτική, φωτιστική καί θεουργική δωρεά, πλανώμενος ἀπό τά φαντάσματα καί τούς λογισμούς τῆς ἀχαρίτωτης καρδιᾶς του;».
Ὕστερα δέ ἀπό ἀνάλυση διαβεβαιώνει:
«Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν θεωρεῖται καί εἶναι εἰκόνα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ χάρη στήν ἑνότητα καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἐν Χριστῷ μέθεξη τῆς ἄκτιστης θεουργοῦ δόξας, δύναμης καί βασιλείας τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Χριστοῦ, τῆς κεφαλῆς της, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι».
«Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν θεωρεῖται καί εἶναι εἰκόνα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ χάρη στήν ἑνότητα καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἐν Χριστῷ μέθεξη τῆς ἄκτιστης θεουργοῦ δόξας, δύναμης καί βασιλείας τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Χριστοῦ, τῆς κεφαλῆς της, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι».
Κάνοντας λόγο γιά τήν Ἐκκλησία γράφει:
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κοινωνία τῆς θεώσεως καί ἐν ταυτῷ ὁ ὁρίζοντας τῆς ἐσχατολογικῆς φανέρωσης τῆς δόξας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στά πρόσωπα τῶν κατά χάριν χριστῶν-υἱῶν Του καί συνακόλουθα ὁλόκληρης τῆς κτίσης».
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κοινωνία τῆς θεώσεως καί ἐν ταυτῷ ὁ ὁρίζοντας τῆς ἐσχατολογικῆς φανέρωσης τῆς δόξας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στά πρόσωπα τῶν κατά χάριν χριστῶν-υἱῶν Του καί συνακόλουθα ὁλόκληρης τῆς κτίσης».
Ὁρίζοντας τόν στόχο τῆς Ἐκκλησίας γράφει:
«Μέ ἄλλα λόγια, στόχος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά καταστήση διά τοῦ δοξασμοῦ κάθε μέλος της ζωντανή θεόπνευστη "βίβλο"· τό τελευταῖο λοιπόν πού θά διανοοῦνταν οἱ διδάσκαλοί της θά ἦταν ἡ ὁποιαδήποτε προσθήκη στό περιεχόμενό της, στό ὁποῖο ὑπάρχει ἡ ἱερή Παρακαταθήκη χωρίς νά ἐξαντλεῖται σέ αὐτό.
«Μέ ἄλλα λόγια, στόχος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά καταστήση διά τοῦ δοξασμοῦ κάθε μέλος της ζωντανή θεόπνευστη "βίβλο"· τό τελευταῖο λοιπόν πού θά διανοοῦνταν οἱ διδάσκαλοί της θά ἦταν ἡ ὁποιαδήποτε προσθήκη στό περιεχόμενό της, στό ὁποῖο ὑπάρχει ἡ ἱερή Παρακαταθήκη χωρίς νά ἐξαντλεῖται σέ αὐτό.
Ἐξάλλου, ἄν ἡ Πεντηκοστή καί ἡ ἀποκάλυψη διά τοῦ Παρακλήτου ἐν Χριστῷ τῆς δόξας τοῦ Ἰσραήλ, πού ἐγείρει τόν λαό του ἀπό τή φθορά καί τοῦ χαρίζει τήν πρόγευση τοῦ "μένοντος καί μέλλοντος αἰῶνος", δέν ἀποτελεῖ ἕνα μυστικά συνεχιζόμενο μυστήριο, ἐμπειρικά ψηλαφητό ἐντός τῶν ὁρίων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τότε ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα μας εἶναι μάταιη: Ἄν ἡ ἀποκάλυψη ὡς ζωή, λύτρωση καί ἄρρητος δοξασμός τῶν λογικῶν ὄντων διά τοῦ σταυροῦ καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι μιά διαρκής καί ἀδιάπτωτη φωτοδοτική χορηγία τοῦ Πνεύματος, τότε ἡ Ἐκκλησία δέν θά εἶχε οὔτε ἁγίους οὔτε "διδακτούς" Θεοῦ, ἀλλά, στήν καλύτερη περίπτωση, μόνο διανοουμένους ἤ ἠθικολόγους φιλοσοφικοῦ ἤ ἀκτιβιστικοῦ τύπου».
- Σημειώνει ὅλες τίς σύγχρονες ἐκκλησιολογικές ἐκτροπές μέ θεολογικό λόγο καί νηφαλιότητα, ἀλλά καί παρουσιάζει τήν ὀρθοδοξη ἐκκλησιολογία τῶν θεοπτῶν ἁγίων διά μέσου τῶν αἰώνων.
«Συνελόντι εἰπεῖν, Εὐχαριστία (καί ἐν γένει ἡ μυστηριακή ζωή), διδαχή καί ἄσκηση ἐν ταπεινώσει καί ἀγάπῃ συνυφαίνονται ἀξεδιάλυτα καί συναποτελοῦν τό θεμέλιο τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φανέρωσης τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου στήν ὄντως ἀλήθειά τους, ἥτις "κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ". Ἡ σωτηρία εἶναι ἐν τέλει μυστήριο, "θεοκατόρθωτο", ἀλλά καί "ἑκουσιόγνωμο" (οἱ ὅροι εἶναι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος)· αὐτό μέ ἐκκλησιολογικούς ὅρους ἐκφράζεται στήν ἀπόφανση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό "σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου" Ἐφεσ. 1, 23)».
Κάνοντας λόγο γιά τούς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης σέ συνδυασμό μέ τά Μυστήρια καί τήν ὅλη ζωή τῆς Ἐκκλησίας γράφει:
«Τό ἱερατικό ὑπούργημα βρίσκεται στήν ὑπηρεσία τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος συνεργώντας μέ τόν Κύριο στό μυστήριο τῆς μέθεξης τῶν πιστῶν στήν καθαρτική, φωτιστική καί τελειωτική (θεωτική) ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ἐντός τῆς ἁγίας ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ. Καί ἡ διακονία τῶν Μυστηρίων καί ἡ διδαχή καί ἡ θεραπεία (ἄσκηση) συναποτελοῦν τό ἀδιαχώριστο τρίπτυχο τῆς ἱερωσύνης ὡς χαρισματικῆς διακονίας τῆς αὔξησης τῶν πιστῶν στή χάρη τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως.
«Τό ἱερατικό ὑπούργημα βρίσκεται στήν ὑπηρεσία τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος συνεργώντας μέ τόν Κύριο στό μυστήριο τῆς μέθεξης τῶν πιστῶν στήν καθαρτική, φωτιστική καί τελειωτική (θεωτική) ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ἐντός τῆς ἁγίας ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ. Καί ἡ διακονία τῶν Μυστηρίων καί ἡ διδαχή καί ἡ θεραπεία (ἄσκηση) συναποτελοῦν τό ἀδιαχώριστο τρίπτυχο τῆς ἱερωσύνης ὡς χαρισματικῆς διακονίας τῆς αὔξησης τῶν πιστῶν στή χάρη τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως.
Κάθε ἱερατικός βαθμός (διακόσμησις, κατά τά Ἀρεοπαγιτικά) εἶναι εἰκόνα, τύπος ἀλλά καί χαρισματικό μέγεθος ἀντίστοιχο τῆς θείας ἐνέργειας τῆς ὁποίας τή μέθεξη ἀπό τούς πιστούς μυσταγωγεῖ».
- Σέ μιά ἐποχή στήν ὁποία, ὅπως παρατηρῶ, πολλοί θεολόγοι ὑπηρετοῦν τήν μεταπατερική θεολογία, παραθεωρώντας τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς δεύτερης χιλιετίας, κυρίως τήν θεολογία τῶν λεγομένων Φιλοκαλικῶν καί ἡσυχαστῶν Πατέρων, ἐκεῖνος δείχνει μέ τό ἔργο αὐτό ὅτι παραμένει σταθερός στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία.
Θέλω δημοσίως νά συγχαρῶ τόν καθηγητή κ. Γεώργιο Παναγόπουλο γιά τήν νέα του προσφορά, πού εἶναι μεγάλη, ὄχι μόνον στήν θεολογική ἐπιστήμη, ἀλλά καί στήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Σέ μιά ἐποχή στήν ὁποία, ὅπως παρατηρῶ, πολλοί θεολόγοι ὑπηρετοῦν τήν μεταπατερική θεολογία, παραθεωρώντας τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς δεύτερης χιλιετίας, κυρίως τήν θεολογία τῶν λεγομένων Φιλοκαλικῶν καί ἡσυχαστῶν Πατέρων, ἐκεῖνος δείχνει μέ τό ἔργο αὐτό ὅτι παραμένει σταθερός στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία. Μέ τό ἔργο αὐτό δείχνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία εἶναι ἑνιαία, δέν ὑπάρχουν σχολές στά ὀρθόδοξα θέματα, ἀλλά ἡ ἑνιαία ἐν Χριστῷ ζωή μετέχεται ἀπό ὅλους τούς ἁγίους διά μέσου τῶν αἰώνων, μόνο πού μερικές φορές ἀλλάζει ἡ ὁρολογία.
Ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ὡς ἐκκλησιολογική, γιατί ὅλοι μελετοῦν θέματα πού σχετίζονται μέ τήν Ἐκκλησία, γιά τό τί εἶναι Ἐκκλησία, ποιά εἶναι τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας κλπ. Οἱ περισσότερες ἀναλύσεις ἀπό τούς θεολόγους, δυστυχῶς, ἔχουν ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν δυτική θεολογία, γι’ αὐτό καί παρατηρεῖται στήν ἐποχή μας μιά ἐκκλησιολογική ἐκτροπή σέ πολλά ζητήματα, ἄλλοτε ἀπό ἄγνοια καί ἄλλοτε ἀπό σκοπιμότητα. Πολλοί σήμερα κάνουν δαψιλῆ χρήση ὅρων καί φράσεων πού ἀπηχοῦν ἄλλες παραδόσεις, ὅπως κοινωνία προσώπων, στρατευομένη καί θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, ὁρατή καί ἀόρατη Ἐκκλησία, βαπτισματική καί εὐχαριαστιακή ἐκκλησιολογία κλπ.
Τό βιβλίο πού παρουσιάζεται ἐδῶ εἶναι ἀξιόλογο καί σημαντικό, ἀφοῦ σημειώνει ὅλες τίς σύγχρονες ἐκκλησιολογικές ἐκτροπές μέ θεολογικό λόγο καί νηφαλιότητα, ἀλλά καί παρουσιάζει τήν ὀρθοδοξη ἐκκλησιολογία τῶν θεοπτῶν ἁγίων διά μέσου τῶν αἰώνων.
Θεωρῶ ὅτι τό βιβλίο αὐτό εἶναι ἕνας θησαυρός πατερικῆς ἐκκλησιολογίας στήν ἐποχή μας, ἕνα σημαντικό ἐκκλησιολογικό σύγγραμμα ἀπό ἀκαδημαϊκῆς πλευρᾶς, ἀνοίγει πνευματικούς ὁρίζοντες καί ἀποσχολαστικοποιεῖ καί ἀποπροτεσταντίζει τήν διδασκαλία γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν ζωή της. Γι’ αὐτό καί πρέπει νά διαβαστῆ ἀπό ὅσους ἐνδιαφέρονται γιά τά θέματα αὐτά, ἰδιαιτέρως πρέπει νά διαβαστῆ ἀπό τούς Ἐπισκόπους πού εἶναι ὑπεύθυνοι γιά νά διδάσκουν αὐθεντικῶς τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία στά ποίμνια τους στά ὁποῖα τούς ἔταξε ὁ Θεός διά τῆς Ἐκκλησίας.–
Συγχαρητήρια στον συγγραφέα για το ορθόδοξο, πατερικό ήθος του, αλλά και στον Άγιο Ναυπάκτου για την εμπεριστατωμένη παρουσίασή του.
ΑπάντησηΔιαγραφή