Η ερμηνεία του αγίου Ησυχίου από
τον Γέροντα Αιμιλιανό Σιμωνοπετρίτη
Την αφορμή για το παρόν σχόλιο
μου έδωσε η ανάγνωση ενός ξεχωριστού βιβλίου. Πρόκειται για τον Λόγο περί νήψεως, Ἑρμηνεία στὸν ἅγιο Ἡσύχιο
(Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2007), μια πρόταση προς πρόταση ερμηνεία από τον προηγούμενο
της Ι. Μονής Σίμωνος Πέτρας Αιμιλιανό ενός ασκητικού πονήματος του αγίου των
αρχών του 8ου αιώνα Ησυχίου της Βάτου (έχει εκδοθεί στον α΄ τόμο της
περίφημης Φιλοκαλίας των ιερών Νηπτικών
από τους αγίους Νικόδημο Αγιορείτη και Μακάριο πρώην Κορίνθου), όπως την
κατέγραψε το Ιερό κοινόβιο Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ορμυλίας.
Ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος
μας διαβεβαιώνει ότι «ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου
φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β΄ Πέτρ. 1, 21), ενώ ο σοφός βασιλεύς
του αρχαίου Ισραήλ μαρτυρεί την ταυτότητα της χαρισματικής
εμπειρίας των αγίων
όλων των αιώνων παραπέμποντας στην «πάρεδρον
τῶν θρόνων τοῦ Θεοῦ Σοφία», η οποία «κατὰ
γενεὰς εἰς ψυχὰς ὁσίας μεταβαίνουσα φίλους Θεοῦ καὶ προφήτας κατασκευάζει»
(Σοφ. Σολ. 9, 4 και 7, 27). Σπάνια έχει κανείς την ευκαιρία να δει
επαληθευόμενες τις ως άνω ρήσεις διαβάζοντας ένα σύγχρονο βιβλίο. Τούτο ακριβώς
συμβαίνει με το βιβλίο-ερμηνεία του Γέροντα Αιμιλιανού στον Λόγο περί νήψεως του αγίου Ησυχίου. Και τούτο γιατί, ήδη από τις
πρώτες σελίδες, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται
πως έχει ανά χείρας ένα βιβλίο ορθόδοξης ασκητικής γραμμένο από ένα Γέροντα το «είναι»
του οποίου πάλλεται από το αυτό Πνεύμα του Θεού από το οποίο εμπνεύστηκαν οι θεοδίδακτοι
φιλοκαλικοί Πατέρες της αρχαίας Εκκλησίας.
Ο Γέρων Αιμιλιανός εισδύει με
άτυφη τόλμη και αδιάβλητη σιγουριά στο βιωματικό υπόστρωμα του κειμένου του
αγίου Ησυχίου. Η εν αγίω Πνεύματι μυστική πείρα του είναι ο απλανής οδηγός του
στο ταξίδι που μας προσφέρει στις εσωτερικές ατραπούς της ζωής του αληθινού
μοναχού, του αληθινού αγωνιστή στην αργαλέα αλλά και ευλογημένη οδό της
καθάρσεως και του φωτισμού καθ’ οδόν προς τον εν Χριστώ δοξασμό-θέωση. Αίφνης
το φαινομενικά απλό κείμενο του αγίου Ησυχίου διανοίγεται ενώπιόν μας σε ένα
δυσθεώρητο βάθος· δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι μια σύντομη πρόταση ή
ακόμα και δύο λεξίδια μπορούν να κρύβουν αρίφνητο πλούτο ησυχαστικής εμπειρίας,
αλλά και έρμα χάριτος και ασκήσεως σταυρικό και αναστάσιμο· εκπλήσσεσαι από τον
τρόπο με τον οποίο ένα κείμενο ηλικίας 13 αιώνων λαμβάνει σάρκα και οστά στο
σήμερα, στο διαρκές «νυν» της Εκκλησίας, και έρχεται να ελέγξει προφητικά τον βιωμένο κόσμο
της ψευτιάς, των παθών και των ποικιλώνυμων ειδώλων μας.
Πρόκειται για έναν γιατρό που
ερμηνεύει έναν άλλο γιατρό: Αμφότεροι κάτοχοι εν Πνεύματι της ίδιας επιστήμης
και των ίδιων μυστικών, που αποκαλύπτει το Πνεύμα «ὅσοις τῇ τε τῶν χρημάτων κτήσει καὶ τῇ τῶν ἀνθρώπων δόξῃ καὶ ταῖς
σωμάτων οὐ καλαῖς ἡδοναῖς, διὰ τὴν εὐαγγελικὴν ἀπετάξαντο ζωήν» (Ἁγιορειτικός
τόμος ὑπὲρ τῶν ἱρεῶς ἡσυχαζόντων).
Γι’ αυτό και ο λόγος του σύγχρονου Γέροντα
δεν υστερεί σε ειλικρίνεια, αμεσότητα και διορατικότητα σε σχέση με το κλασικό
φιλοκαλικό κείμενο: Δεν γράφτηκε για να κολακεύσει ή να χαϊδέψει αυτιά, αλλά
για να μαρτυρήσει την αλήθεια, η οποία στην παράδοσή μας δεν νοείται ως σύστημα
αφηρημένων ιδεών ή σύνολο θεωρητικών προτάσεων, αλλ’ ως αυτός ο ένσαρκος του
Θεού Υιός και Λόγος κατά χάρη μετεχόμενος από τους αξίους «ὣς οἶδεν Αὑτός».
Έτσι ο Γέροντας
Αιμιλιανός μας «ξεβολεύει» και μας «δυσκολεύει»· όχι γιατί μας καλεί να λύσουμε
δύσκολες ασκήσεις ή να αναλύσουμε στριφνά θεωρήματα, αλλά γιατί μας ζητά να
κάνουμε κάτι αφάνταστα απλό, αλλά και ταυτόχρονα κατ' άνθρωπον αδύνατον: να δούμε τον ίδιο μας τον εαυτό στον καθρέπτη
του νου μας και, εφ’ όσον ξεπεράσουμε τη φρίκη από το αντίκρυσμα της «δυσείμονος μορφῆς» μας, να εισέλθουμε
χάριτι θεία στο πέλαγος της νήψης και της μετάνοιας. Ο Γέρων Αιμιλιανός όπως
και ο άγιος Ησύχιος γκρεμίζουν ανελέητα όλα τα είδωλα του πεπτωκότος ανθρώπου -ακόμα
και αυτά της φαινομενικής ταπείνωσης και αγιότητάς μας- και προτείνουν τον
βιωματικά επαληθευμένο τρόπο οικοδομής του νέου ανθρώπου, του «ἀνακαινουμένου εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ
κτίστανος αὐτόν» (Κολ. 3, 10)· υποδεικνύουν «ὁδὸν ἀρίστην» την ταπείνωση, τη νήψη και τη φυλακή του νοός και
μιλούν τόσο συγκεκριμένα ωσάν να έχουμε στα χέρια μας εγχειρίδιο χειρουργικής,
που διδάσκει σε φοιτητές της ιατρικής την μέθοδο και την πορεία μιας επιτυχούς
επεμβάσεως.
Όμως αμφότεροι γνωρίζουν προ
παντός άλλου ότι «οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ
τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ» (Ρωμ. 9, 16). Γι’ αυτό ορίζουν ως
θεμέλιο την αδιάλειπτη εν ταπεινώσει επίκληση του Ιησού (της «αρχής» και του «τέλους»
της άσκησης και της εν γένει εκκλησιαστικής βιωτής) εντός του πλαισίου της
ευχαριστιακής ζωής του εκκλησιαστικού σώματος. Γι’ αυτό και ο Γέροντας
διευκρινίζει ότι η νήψη και η άσκηση «είναι
ο αγώνας του ανθρώπου με την έννοια όχι την ενεργητική -αφού κάποιος Άλλος τον
ενεργεί- αλλά του βιώματος το οποίο ζει ο άνθρωπος».
Πώς να μη θυμηθεί εδώ κανείς τα λόγια
ενός άλλου θεοφόρου Πατέρα μας: «Ὁ
διδάσκων ἄνθρωπον γνῶσιν ὁ Θεός ἐστιν… ἀλλὰ πῶς διδάσκει; διδοὺς εὐχήν, ἐν ἁγίᾳ
ῥοπῇ πνεούσῃ ἀείβλυτα περιφανῶς τοῦ Πνεύματος, τῷ εὐχομένῳ. Ἀληθῶς γὰρ ἡ τοία
προσευχή, δῶμα καὶ μέγα οὖσα τῆς ὑπεραγάθου χάριτος, διδάσκαλος τῷ κτησαμένῳ
γίνεται, ἔσοπτρον οἰονεὶ τοῦ τῆς ψυχῆς προσώπου σαφῶς χρηματίζουσα» (άγιος
Κάλλιστος Κωνσταντινουπόλεως). Λόγος ζωής με απαραγνώριστη τη βιβλικοπατερική σφραγίδα,
απολύτως άτρωτος απέναντι στα αντιρρητικά βέλη παντός τύπου «προτεσταντών», που
φαντάζονται την ορθόδοξη άσκηση ως μια ευσέβεια «κατορθωμάτων»…
Θα έλεγα ότι αν ο Λόγος του αγίου Ησυχίου είναι, κατά τον Κάλλιστο Ware, το καταλληλότερο κείμενο για να
εισαχθεί ο αρχάριος στα μυστικά μονοπάτια της πεντάτομης Φιλοκαλίας, τότε η ερμηνεία του Γέροντος Αιμιλιανού είναι η ερμηνευτική επιτομή όλης της Φιλοκαλίας, η κλείδα κατάληψης της ακατάληπτης «ἐπιστημονικῆς πολιτείας τῶν μοναχῶν», το πεντόσταγμα της οποίας αποθησαυρίζεται σε αυτήν την εγκυκλοπαίδεια του ορθόδοξου κατά Χριστόν ήθους.
Αντί άλλου σχολίου κρίνω σκόπιμο
να παραθέσω σύντομα αποσπάσματα που σταχυολόγησα κατά την ανάγνωση του βιβλίου
με την ευχή αυτό να διαβαστεί ξανά και ξανά από όσο το δυνατόν περισσότερους
Ορθόδοξους αδελφούς μας.
Σημείωση: Αναπαράγω το κείμενο σε
μονοτονικό, αλλά διατηρώ κατά τα λοιπά την ορθογραφία των επιμελητών.
Σελ. 75-77:
Προσοχή ἐστι, καρδιακὴ ἀδιάλειπτος ἡσυχία ἀπὸ παντὸς λογισμοῦ· Χριστὸν Ἰησοῦν
τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸν ἀεὶ καὶ ἀενάως καὶ ἀδιαλείπτως, μόνον αὐτὸν ἀναπνέουσα
καὶ ἐπικαλουμένη.
… Στην πνευματική ζωή η καρδιά
είναι η έδρα της κατανοήσεως και της βιώσεως του Θεού. Γι’ αυτό τον λόγο
επιμένει ο άγιος στην καρδιακή ησυχία από
παντός λογισμού και όχι από πάθη, από θελήματα ή από οτιδήποτε άλλο. Θέλει
έτσι να δείξει ποια είναι η πρωταρχική έδρα της θεότητος μέσα μας
… Η καρδιά που έχει νήψι και αδιάλειπτη ησυχία αναπνέει τον Χριστόν,
Το επίρρημα αεί φανερώνει ότι η
καρδιακή ησυχία είναι μια ενέργεια χωρίς διακοπή…
… Ενώ το επίρρημα αεί δείχνει την μόνιμη κίνηση της
καρδιάς, το αενάως έχει την έννοια
του βρύεσθαι εξ εαυτού της. Η νήψις δεν είναι ένας κόπος και ένας μόχθος που
κάνω εγώ ο άνθρωπος και είμαι υποχρεωμένος συνεχώς να προσέχω, να ταλαιπωρούμαι,
να κουράζομαι. Όπως η πηγή αφ’ εαυτού της βγάζει νερό μέσα από την γη, έτσι και
η καρδιά είναι φτιαγμένη από τον Θεόν για να δέχεται αενάως από τα βάθη της παλμούς,
ώστε να μπορεί να αναπνέει συνεχώς και να επικαλείται τον Θεόν. Η αναπνοή, η δύναμις και η επίκλησις του Χριστού
είναι κάτι που από μέσα μας βγαίνει. Και τι είναι στο βάθος της καρδιάς; Το
Πνεύμα το Άγιον.
Έσωθεν λοιπόν βγαίνουν τα κύματα
της χάριτος διά της προσοχής και της δυναμικής νήψεως, και εγώ τα δέχομαι μόνον
και τα προσλαμβάνω. Τότε η καρδιά μου μόνον τον Χριστόν αναπνέει και μόνον
αυτόν επικαλείται, όπως η νύμφη τον νυμφίον: «ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ κράζει μεγάλῃ τῇ
φωνῇ, Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ».
Καὶ ἀνδρείως πρὸς τοὺς ἐχθροὺς σὺν αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) παρατασσομένῃ· αὐτῷ
τε ἐξομολογουμένη τῷ ἐξουσίαν ἔχοντι μόνῳ συγχωρεῖν ἁμαρτήματα.
… Η εξομολόγησις εδώ έχει πάλι
την έννοια του πνευματικού χαρίσματος της μετανοίας. Δεν είναι το άνοιγμα της
καρδιάς που κάνουμε συνήθως εμείς στην εξομολόγησι. Πάω, λόγου χάριν, στο
Γέροντα να εξομολογηθώ και του λέω: Γέροντα περίμενα τον εργολάβο στις 10 η ώρα
και αυτός ο ευλογημένος δεν φάνηκε, ούτε τηλέφωνο πήρε. Περίμενα, περίμενα,
ώσπου αγανάκτησε η καρδιά μου και τον έκρινα μέσα μου. … Αντί για όλα αυτά που
είπα, θα μπορούσα να αναφέρω: Γέροντα, κουράσθηκα χθες για λίγη αναμονή που
χρειάσθηκα να κάνω. Τι σημαίνει όμως
κουράσθηκα; Ότι δεν έχω υπομονή, δεν έχω ανδρεία, δεν δέχομαι όσα μου
συμβαίνουν.
… Δεν είναι λοιπόν θέμα εξομολογήσεως το τι έκανε ο άλλος. Θέμα
εξομολογήσεως είναι όταν ανακαλύψω ότι δεν έχω ειρήνη και υπομονή, ότι δεν
ανέχομαι τον άλλο, ότι έχω απαίτησι οι άλλοι να με προσέχουν, τότε να
εξομολογηθώ να πω: Γέροντα, είμαι ο μεγαλύτερος εγωιστής. Θέλω οι άλλοι να
ζουν όπως διευκολύνει εμένα. Αυτή είναι πραγματική εξομολόγησις, που απορρέει
από την ανάγκη να διατηρώ τις σχέσεις μου με το Θεόν. Αυτή είναι η αφετηριακή εξομολόγησις, για να μη χάσω τον Θεόν.
... Συνήθως όμως, τα 99, 99% των
εξομολογήσεών μας είναι τιτίβισμα, μια αρχική προσπάθεια. Όταν μάλιστα
μπερδεύωμε και άλλα πράγματα, τότε μακράν απέχομε από την αφετηριακή
εξομολόγησι. Πού να φθάσωμε και στην
εξομολόγησιν του μετανοούντος ανθρώπου, που τότε μόνον παίρνομαι την χάριν του
Θεού!
Σελ. 165-166:
Ὅρα μὴ οἰηθῇς κατὰ τὸν πάλαι Ἰσραήλ, καὶ παραδοθήσῃ καὶ αὐτὸς τοῖς
νοητοῖς ἐχθροῖς.
… Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρμονή
για τον πονηρό, από το να βλέπει κάποιον να κυριεύεται από την υπερηφάνεια.
Τότε ο άνθρωπος καταλαμβάνεται από μια σκοτοδίνη, μια αορασία, και γίνεται
παιχνίδι στα χέρια του πονηρού. Διότι η υπερηφάνεια, όπως και η φιλοχρηματία,
είναι ειδωλολατρία· λατρεύεις κάποιον Θεόν.
Ἐκεῖνος γὰρ παρὰ Θεοῦ τῶν ὅλων, ταῶν Αἰγυπτίων ἀπαλλαγείς, βοηθὸν εἰς ἑαυτὸν
ἐπενόησεν εἴδωλον χωνευτόν.
Εκείνος, λέγει, ο Ισραήλ, ενώ ο Θεός τον εξήγαγε από την Αίγυπτο για να
τον οδηγήση στην γη της επαγγελίας, αισθανθείς μία οίησι, θεώρησε ότι είναι
αυτάρκης. Αντί λοιπόν να κρατήσει τον Θεόν ως
βοηθόν –ο υπερήφανος δεν μπορεί να έχει τον Θεόν βοηθόν-, κατεσκεύασεν
για τον εαυτό του είδωλον χωνευτόν.
Εἴδωλον δὲ χωνευτὸν νοήσεις, τὸν ἀσθενῆ ἡμῶν νοῦν.
Ποιος είναι ο Θεός που φτιάχνεις για να τον προσκυνάς, όταν αφήνης τον
αληθινόν Θεόν; Δεν είναι ούτε η αμαρτία σου, ούτε η ακολασία σου, ούτε τα μίση
σου, αλλά ο ασθενής νους σου. Τι ωραία που τα λέει ο ευλογημένος! Είναι δε
ο νους σου ασθενής, διότι δεν τον κατέστησες ακμαίο, ώστε να μπορεί να στέκεται
στη φρουρά του, να αντιλαμβάνεται αμέσως τον εχθρό και να πυροβολή. Δεν έχει
μάθει ο νους να λέγη την ευχή, να εμπερικλείη μέσα του ολόκληρο το όνομα και
την δόξα του Χριστού, αλλά επιτρέπει να μπαίνουν μέσα του λογισμοί, ήτοι αγαλματίδια,
όπως τα είδωλα τα οποία προσκυνούσαν οι Εβραίοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου