Η περίπτωση του αιρετικού πάπα
Ονωρίου στην Kirchengeschichte (Εκκλησιαστική
Ιστορία) 2/II , σελ.
112, του καθηγητή Ερνστ Ντάσμαν.
Διάβαζα προσφάτως έναν τόμο από
την σχετικά νέα Εκκλησιαστική Ιστορία
του καθηγητή του Παν/μίου της Μπον Ερνστ Ντάσμαν, που πραγματεύεται τον
εκκλησιαστικό βίο Ανατολής και Δύσεως μέχρι και την Εικονομαχία. Πρόκειται για
ένα καλογραμμένο, ευσύνοπτο και βιβλιογραφικά αρκούντως ενημερωμένο εγχειρίδιο,
που ως στόχο έχει την επιστημονική εξοικείωση των Γερμανών φοιτητών Θεολογίας με
το περίγραμμα και τα κύρια προβλήματα της Ιστορίας της Αρχαίας Εκκλησίας.
Το γεγονός ότι έχουμε, κατ’
αρχήν, να κάνουμε με ένα αξιόλογο επιστημονικό βοήθημα διδακτικής απεύθυνσης,
ουδόλως μας στερεί το δικαίωμα να επισημάνουμε και να ανασκευάσουμε προβληματικές
θέσεις του συγγραφέα αναφορικά με μείζονα ιστορικοδογματικά ζητήματα που
ενδιαφέρουν το σύνολο του χριστιανικού κόσμου και αργά ή γρήγορα θα επηρεάσουν
τον οικουμενικό διάλογο, μια και διακινούνται με την σφραγίδα της
ακαδημαϊκής εγκυρότητας. Εξηγούμαι
λοιπόν: Φτάνοντας στην έκθεση των σχετικών με τον Μονοθελητισμό γεγονότων του 7ου
αιώνα, ο συγγραφέας αφιέρωσε δύο εκτενείς παραγράφους στο ζήτημα του Ονωρίου (Die Honoriusfrage), του επισκόπου Ρώμης, δηλ., ο οποίος
καταδικάστηκε από την Στ΄ εν Κωνσταντινουπόλει Οικουμενική Σύνοδο (680/1),
επειδή σε απαντητική επιστολή του προς τον Σέργιο Κωνσταντινουπόλεως όχι μόνον
συναίνεσε στην χριστολογική κακοδοξία αυτού του τελευταίου αλλά και
υπερθεμάτισε εισηγούμενος την ετεροδιδασκαλία περί ενός θελήματος του Χριστού.
Ο Ντάσσμαν (όπ. π., σελ. 112) εν προκειμένω δεν πρωτοτυπεί: Μακρά παράδοση στους θεολογικούς
ακαδημαϊκούς κύκλους των Ρωμαιοκαθολικών υπαγορεύει την
ενασχόληση με το εν λόγω ζήτημα, κυρίως σε εγχειρίδια Ιστορίας Δογμάτων αλλά όχι μόνον, με στόχο την απάντηση στο ερώτημα πώς είναι
δυνατόν να θεωρηθεί αιρεσιάρχης ένας επίσκοπος Ρώμης την ίδια στιγμή που η
παπική Εκκλησία διακηρύσσει ως δόγμα απαραίτητο για τη σωτηρία το «αλάθητο» της
από καθέδρας διδασκαλίας του Ρωμαίου ποντίφικα. Η συνηθέστερη και μάλλον
ευκολότερη απάντηση στον γρίφο είναι αυτή που ανάγει τα θεολογικά lapsi (ολισθήματα) των επισκόπων Ρώμης (όχι μόνον του Ονωρίου) σε
προσωπικές γνώμες.
Ο Ντάσσμαν εγκολπώνεται τη λύση
αυτή και συνάμα την τροποποιεί: Με άλλα λόγια καταφεύγει μεν στο passepartout
της «ανεπίσημης άποψης», ισχυριζόμενος ότι η τοποθέτηση του Ονωρίου δεν
έχει χαρακτήρα επίσημης δογματικής απόφασης (ωσάν να ήταν δεδομένες στα χρόνια
που εξετάζουμε οι λεπτές νομικιστικές διακρίσεις των παπικών κανονολόγων του 19ου
αιώνα), επιπλέον όμως αναλαμβάνει να ερμηνεύσει την διδασκαλία του Ονωρίου με στόχο την
υποβάθμισή της σε συγγνωστό πταίσμα. Όμως η «ερμηνευτική» αυτή απόπειρα αποκατάστασης
της μνήμης του Ονωρίου, αίφνης, όχι μόνον καθιστά την τοποθέτηση του πάπα
προβληματικότερη· πολύ περισσότερο, εκθέτει τη δογματική επάρκεια του ίδιου του
σύγχρονου απολογητή του!
Παραθέτουμε τα ίδια τα λόγια του συγγρφέα σε
μετάφραση του υποφαινομένου:
"Η καταδίκη του Ονωρίου είναι σίγουρα αυστηρή. Ακόμα κι αν ο πάπας μεταχειρίστηκε παραπλανητικές εκφράσεις, ωστόσο από τη συνάφεια του κειμένου του προκύπτει σαφώς ότι αυτό που ήθελε να εκφράσει ήταν μόνον η ηθική ενότητα της μίας θέλησης (una voluntas) εν Χριστώ". Εν τέλει αυτό που το πολύ-πολύ μπορεί κανείς να επιρρίψει στο Ονώριο είναι "παράλειψη ποιμαντικού καθήκοντος ή κακό βαθμό στη Δογματική".
Ο Ντάσμαν είναι ιστορικός και όχι
δογματικός θεολόγος. Τούτο όμως δεν δικαιολογεί την αναφορά σε «μία θέληση» εν
Χριστώ, αφού ακόμα και ένας μέτριος φοιτητής θεολογίας γνωρίζει ότι, σύμφωνα με την ζώσα
μαρτυρία των θεουμένων, εν Χριστώ υπάρχουν δύο φυσικά θελήματα, το άκτιστο φυσικό
θέλημα της θεότητός Του και το κτιστό αλλά θεωμένο φυσικό θέλημα της ανθρωπότητάς Του. Πέραν τούτου, οι δύο φύσεις του Χριστού «ἐνεργοῦν ἡνωμένως μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας». Τούτο σημαίνει ότι η ένωση και κοινωνία των δύο φυσικών θελημάτων του
Χριστού, όμοια όπως και των δύο φύσεων Του στις οποίες ανήκουν, είναι καθ' υπόστασιν και όχι ηθική! Και αυτό
με πολύ απλό τρόπο σημαίνει ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν ένας ακόμα απλός
προφήτης (όπως ο Μωυσής και οι λοιποί, οι οποίοι «ἐκινοῦντο νεύματι θείῳ») αλλά Θεός σεσαρκωμένος. Φαίνεται λοιπόν
ότι εκτός από τον Ονώριο κακό βαθμό στη… Δογματική πρέπει να πάρει και ο Ντάσμαν.
Σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο τον
Ομολογητή είναι ακριβώς στην «ηθική ενότητα» που συνοψίζεται η νεστοριανική πλάνη, στο ότι δηλ. ο Νεστόριος αναζήτησε την ενότητα στον Χριστό στο επίπεδο της
(ηθικής) θελήσεως και όχι σε αυτό της υποστάσεως, του ενός και αυτού προσώπου
του Θεού Λόγου, ο Οποίος και μετά την σάρκωση παραμένει ένας και ο αυτός κατά
την υπόσταση. Ο Νεστόριος «τὴν ἐν μόνῃ ποιότητι γνωμικῇ τῶν φύσεων ἕνωσιν
πρεσβεύων, ἀρνεῖται τὴν μίαν ὑπόστασιν… Αὐθεντία γὰρ καὶ ἀξία, καὶ τοιάδε
θέλησις, ὥν ἔφασκε Νεστόριος, γνώμης
ὑπάρχει κινήματα σαφῶς, ἀλλ’ οὐ φύσεως». Έτσι ο Νεστόριος καταλήγει στην
διαίρεση των φύσεων του Χριστού, επειδή μιλά για «ἕνωσιν γνωμικῶν ποιοτήτων» (PG 91, 41).
Επομένως κατ’ ορθόδοξη εκτίμηση,
η ένωση των δύο φυσικών θελημάτων του Χριστού δεν αναζητείται στο φανταστικό
επίπεδο μιας υποτιθέμενης «ηθικής θελήσεως». Ένωση των δύο φύσεων του Χριστού
αλλά και των φυσικών ενεργημάτων αμφοτέρων των φύσεων είναι η υπόσταση του
Θεού Λόγου. Την αλήθεια αυτή συνοψίζει ο ιερός Δαμασκηνός «Εἷς ὁ Χριστὸς καὶ
μία αὐτοῦ ἡ ὑπόστασις, εἷς καὶ ὁ αὐτός ἐστιν ὁ θέλων καὶ ἐνεργῶν κατ’ ἄμφω ταῖς αὐτοῦ φύσεσιν».
Εν κατακλείδι συνοψίζω τη δυσάρεστη «έκπληξη» που μου προκάλεσε η τοποθέτηση ενός πανεπιστημιακού
δασκάλου ο οποίος, μολονότι ετερόδοξος, δεν παύει να αποδέχεται, τουλάχιστον σε
ρηματικό επίπεδο, τη διδασκαλία της Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου και των Πατέρων που την προετοίμασαν. Ο Έρνστ Ντάσμαν επιχείρησε λοιπόν, αν όχι να απαλλάξει
πλήρως τον πάπα Ονώριο από την επί αιρέσει μομφή, σε κάθε περίπτωση όμως να
ελαχιστοποιήσει τη βαρύτητα της χριστολογικής κακοδοξίας του πάπα, σε μια
απόπειρα (αναμολόγητη αλλά εντούτοις έκδηλη) να ερμηνεύσει το ρόλο του Ονωρίου
στην μονοθελητική έριδα κατά τρόπο που δεν θα λυμαίνεται το «δόγμα» περί παπικού
αλαθήτου που θέσπισε η Α΄ Βατικανή. Όμως ακριβώς στην προσπάθειά του αυτή ολίσθησε
και ο ίδιος -ανεπίγνωστα θέλω να πιστεύω- σε μια κακόδοξη εκδοχή της ενότητας
του Χριστού (πιο συγκεκριμένα της ένωσης των δύο φυσικών θελημάτων του Χριστού,
του θείου και του ανθρώπινου), που ελάχιστα απέχει από τον πυρήνα της
νεστοριανής αίρεσης: Η πρόθεση να κατοχυρωθεί η εγκυρότητα ενός οψιγενούς «δόγματος»
της Ρωμαϊκής Εκκλησίας εξαγοράστηκε με ένα δογματικό ατόπημα το οποίο αν
επικυρωνόταν θα ισοδυναμούσε με παραχάραξη της πίστεως της Una Sancta. Ο απολογητής άθελά
του μοιάζει να αθετεί ή να παραγνωρίζει την υποστατική ένωση των δύο φύσεων του
Χριστού και τις ακολουθίες της προς χάρη μιας ηθικής κατανόησης της ενότητας φύσεως
και φυσικών στον Χριστό.
Ακριβώς αυτό όμως απορρίπτει η Παράδοση
της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας, όπως ήδη σημείωσα και επαναλαμβάνω: Ήδη ο Παύλος
είχε τρανότατα φθογγίσει την αλήθεια, όταν μίλησε για τον Χριστό ως τον «ἁγιάζοντα», ο οποίος «ὡμοιώθη κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς», δηλ.
με τους ανθρώπους, «ἵνα καταργήσῃ τὸν τὸ
κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτ’ ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ
θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» (Εβρ. 2, 11-17). Η αλήθεια
αυτή βρίσκεται, λοιπόν, στο κέντρο της βιβλικής μαρτυρίας, παραδίδεται σε κάθε
εισερχόμενο διά του Βαπτίσματος στο εκκλησιαστικό σώμα με το Σύμβολο Νικαίας / Κωνσταντινουπόλεως, κυρώνεται και διακηρύττεται από όλες τις Οικουμενικές Συνόδους και βρίσκεται στην βάση της διδασκαλίας, του κηρύγματος και της θεραπευτικής
ποιμαντικής των Πατέρων της Εκκλησίας και όσων μαθητεύουν με υπακοή στο λόγο
τους:
Ο Χριστός δεν είναι ένας
άνθρωπος που «θεώθηκε», αλλά ο αληθινός Θεός που έγινε άνθρωπος για να θεωθούμε
όλοι εμείς.
Ευχαριστούμε για το άρθρο. Αναμένουμε και άλλα παρεμφερή, σε σχέση με τη δογματική.
ΑπάντησηΔιαγραφή