Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Εκκλησία και μασονία

... στη Ρωσία των αρχών του 19ου αιώνα. Ένα στιγμιότυπο, μερικές σκέψεις
  
Γεώργιος Δ. Παναγόπουλος

Φώτιος Σπάσκι
Δημοσιεύω εδώ ένα κείμενο που συνέταξα με αφορμή τη σχετικά πρόσφατη δημοσίευση ενός βιβλίου στη Ρωσία αφιερωμένο στον αντιμασονικό αγώνα του αρχιμ. Φωτίου Σπάσκι. Το πρώτο μέρος του παρόντος έχει ήδη δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα ο ελευθεροτεκτονισμός (μασονία) είχε αρχίσει να εξαπλώνεται στη ρωσική αυτοκρατορία και να εισδύει με αρκετή επιτυχία ακόμα και στους αυλικούς κύκλους της Αγίας Πετρούπολης. Ο ειδικός σλαβολόγος Μάνφρεντ Χίλντερμαιερ υποστήριξε τη θέση ότι ο ρωσικός μασονισμός δεν επεδίωκε σκοπούς πολιτικούς αλλά μόνο παιδαγωγικούς και διαφωτιστικούς, επειδή εξ αρχής οι Ρώσοι μασόνοι συνδέθηκαν με τους Πρώσους ροδοσταυρίτες και όχι τους διαβόητους ιλλουμινάτους της Βαυαρίας. Ο ισχυρισμός αυτό μπορεί να ευσταθεί όσον αφορά τις απαρχές του μασονισμού στη Ρωσία· εκτιμώ όμως ότι δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα όταν αναφερόμαστε στην καμπή του 18ου προς τον 19ο αιώνα, οπότε κάνει την εμφάνισή της η μασονικής έμπνευσης συνωμοτική κίνηση των «Δεκεμβριστών», δηλ. μιας ομάδας αξιωματικών του ρωσικού στρατού που, επηρεασμένοι βαθιά από την Γαλλική Επανάσταση αλλά και τον Ιακωβινισμό, θα στασιάσουν ανεπιτυχώς εναντίον του τσάρου Νικολάου Α΄ τον Δεκέμβριο του 1825.    



Όπως και να έχει το πράγμα, η λειτουργία των μασονικών στοών δεν άφησε αδιάφορη ούτε την γερμανικής καταγωγής τσαρίνα Μ. Αικατερίνη (1762-1796). Η αυτοκράτειρα εκδήλωνε, ως γνωστόν, έντονο «διαφωτιστικό» ενδιαφέρον για τα γράμματα και τις τέχνες, προωθούσε δε τις απόψεις της μέσω ενός εκλαϊκευτικού πολιτιστικού περιοδικού, που εξέδιδε με ψευδώνυμο. Παρόλα αυτά η τσαρίνα αντιμετώπισε με μεγάλη επιφυλακτικότητα τον μασονισμό· μάλιστα καταπιάστηκε ακόμα και με τη συγγραφή θεατρικών δρωμένων, στα οποία σατίριζε το μασονική «μόδα». Η στάση της αυτή υπαγορευόταν όχι μόνον από τις διασυνδέσεις των στοών με ξένα κράτη, οι οποίες καθιστούσαν ύποπτη την δράση τους στα μάτια της, αλλά και από τον επιπρόσθετο λόγο ότι ο γιός της και διάδοχος Παύλος είχε καταστεί πάτρωνας της κινήσεως.

Αλέξανδρος Α΄
Η μασονική επιρροή στην τσαρική αυλή ενισχύθηκε επί Αλεξάνδρου Α΄ (1801-1825), ο οποίος μπορεί στην ωριμότητά του να ενσάρκωσε το ιδεώδες του ρωσικού και ευρωπαϊκού συντηρητισμού συγκροτώντας μαζί με την Αυστρία την διάσημη (όσο και διαβόητη) Ιερά συμμαχία, όμως είχε παιδιόθεν γαλουχηθεί με τα νάματα του δυτικοευρωπαϊκού διαφωτισμού και στα πρώτα στάδια της βασιλείας του παρουσίασε τάσεις φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος. Στο πλαίσιο αυτό είναι εύλογη όχι μόνο περαιτέρω διάδοση του μασονισμού αλλά και η εμφάνιση μυστικιστικών αιρετικών διδασκαλιών, οι οποίες ανταγωνίζονταν τον μασονισμό για την κατάκτηση της ρωσικής αριστοκρατίας. Έχει διατυπωθεί μάλιστα η άποψη ότι το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα υπήρξε ακριβώς η περίοδος κορύφωσης της επιρροής των μασόνων, οι στοές των οποίων υπολογίζονταν ότι υπερέβαινε τις εκατό σε ολόκληρη την ρωσική επικράτεια.  

Την απάντηση της ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην απειλή του μασονισμού και των μυστικιστικών ετεροδιδασκαλιών άρθρωσε, ανάμεσα σε άλλους, με ιδιαίτερη μαχητικότητα και ακαταπόνητο αντιρρητικό ζήλο ένας μάλλον άγνωστος κληρικός, ο οποίος ακόμα και στη Ρωσία μόνον πρόσφατα άρχισε να «ανακαλύπτεται». Πρόκειται για τον αρχιμανδρίτη Φώτιο Σπάσκι (1792-1848).

Όσιος Σεραφείμ του Σάροφ
Ο αρχιμανδρίτης Φώτιος υπήρξε σύγχρονος πολλών γνωστών προσωπικοτήτων της ρωσικής εκκλησιαστικής ζωής, όπως ο άγιος Σεραφείμ του Σαρόφ, ο Ιννοκέντιος Σμιρνόφ και ο Φιλάρετος Ντροζντόφ, μετέπειτα μητροπολίτης Μόσχας. Ο ίδιος ξεχώρισε για τον ασκητικό βίο του αλλά και τον δριμύ και ακατάβλητο αγώνα του εναντίον του κοινωνικού κακού και των απειλών κατά της ορθόδοξης πίστης. Η πρώτη από τις υπηρεσίες που προσέφερε στην Εκκλησία είναι η αναγέννηση της Μονής Γιούριεφ στο Νόβγκοροντ (ένα από τα αρχαιότερα μοναστήρια της ρωσικής γης), το οποίο και μετέβαλε σε ζώσα εστία ορθόδοξης διαποίμανσης αναρίθμητων πιστών που διψούσαν για τη σωτηρία τους. Η δεύτερη και πλέον αξιομνημόνευτη είναι ο αγώνας του κατά των μασόνων, χάρη στον οποίο προκλήθηκε η έκδοση του τσαρικού διατάγματος (ουκάζι) που έθεσε εκτός νόμου τη λειτουργία μασονικών στοών στη Ρωσία (1η Αυγούστου του 1822). Ιδιαίτερα καρποφόρα υπήρξε εδώ η συνεργασία του αρχιμανδρίτη Φωτίου με την βαρόνη Άννα Αλεξέεβνα Ορλόβα-Τσεσμένσκα. Επρόκειτο για μια γνήσια πνευματική σχέση, η οποία, καθώς υπερέβαινε κατά πολύ τα συμβατικά όρια που υπαγόρευε το εκκοσμικευμένο ήθος της ρωσικής αριστοκρατίας, πρόσκτησε μια αναμορφωτική δυναμική με απτά αποτελέσματα.   

Άγιος Φιλάρετος Μόσχας
Τα έργα του αρχιμανδρίτη Φωτίου εκδόθηκαν για πρώτη φορά μόλις προσφάτως στην Ρωσία επί τη βάσει αρχειακού υλικού υπό τον τίτλο «Ο αγώνας για την πίστη: Εναντίον των μασόνων», (εκδ. Β. Ουλίμπιν, υπεύθυνος σύνταξης Ο. Πλατόνοφ, Μόσχα 2010). Οι εκδότες των έργων του, ορμώμενοι από την έντονη κριτική που απηύθυνε κατά της ρωσικής αριστοκρατίας ο Ιγνάτιος Μπριαντσανίνοφ, και μάλιστα την μομφή επί αποστασία,  διατυπώνουν δύο αξιοπρόσεχτους ισχυρισμούς. Σύμφωνα με τον πρώτο, ο Φώτιος υπήρξε ο τελευταίος ρώσος μοναχός της προεπαναστατικής Ρωσίας που προσπάθησε με πολιτικά μέσα να ανασχέσει την αποστασία που αντιπροσώπευαν στη συνείδησή του οι μυστικές εταιρείες ελευθεροτεκτονικού τύπου. Ο δεύτερος ισχυρισμός είναι ότι χάρη στην δράση του αρχιμανδρίτη Φωτίου Σπάσκι η ρωσική αυτοκρατορία θωρακίστηκε από τα αντιμασονικά διατάγματα, που την προφύλαξαν κατά τα γεγονότα του 1825 (το κίνημα των «Δεκεμβριστών») από το να συμμεριστεί την τύχη που είχε η γαλλική μοναρχία 30 χρόνια νωρίτερα με τη Γαλλική Επανάσταση.

Δεν είμαι σε θέση να κρίνω το ισχυρισμό αυτό, γιατί δεν μπορώ να εικάσω το βάθος διείσδυσης του μασονισμού στη Ρωσία υπό διαφορετικές συνθήκες, ούτε να εκτιμήσω την επαναστατική δυναμική που θα εξέλυε. Μπορώ όμως να προσθέσω το  σχόλιο ότι η παγίδευση της ρωσικής μοναρχίας στη διελκυστίνδα μεταξύ αντίδρασης και αργοπορημένων μεταρρυθμίσεων υπέσκαψε αναπόδραστα τα θεμέλιά της. Έτσι μπορεί στις αρχές του 19ου να απέφυγε μια ιακωβινική επανάσταση γαλλικού τύπου, όμως η κατά Χέγκελ «ειρωνεία της Ιστορίας» της επεφύλασσε στις αρχές του 20ου αιώνα το μοιραίο χτύπημα από τους «νεοϊακωβίνους» του Μπολσεβικισμού.

Τάγματα μπολσεβίκων το 1917
 Ένας γερασμένος γραφειοκρατικός μηχανισμός, που αναπαρήγαγε ένα μίζερο ανθρωπότυπο (ο Ντοστογιέφσκι τον αναπαριστά με μαεστρία στα έργα του), μία άρχουσα ελίτ τραγικά αποκομμένη από τα δεινά προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων και την Ορθόδοξη Παράδοση και μια εξουσία που κι όταν ακόμα κατανόησε με μεγάλη καθυστέρηση την ζωτική ανάγκη άρσης των εμποδίων της κοινωνικής προόδου (άρση δουλοπαροικίας το 1861, φιλελευθεροποίηση το 1905), δεν κατάφερε να απαλλαγεί από το φετίχ της ιεροποιημένης «αυτοκρατίας», δεν χρειάστηκαν παρά δύο μόνον φυσήματα επαναστατικού ανέμου (1905 και 1917) για να καταρρεύσουν ως το έσχατο λείψανο δεσποτισμού στη γηραιά ήπειρο. Το ότι ένα μεγάλο μέρος της επίσημης ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας συμπορεύτηκε με την θνήσκουσα μοναρχία προς την καταστροφή αποκαλύπτει, εν μέρει τουλάχιστον, την «κρίση της προφητείας» σε μια εποχή που η ανόθευτη ησυχαστική Παράδοση της Ορθοδοξίας διασωζόταν σε λίγα μόνον μοναστικά κέντρα (μεταξύ των οποίων ξεχώριζε η περίφημη Μονή της Όπτινα) και επρόκειτο και πάλι να σφραγιστεί στα πρόσωπα των αναρίθμητων γνωστών και άγνωστων Νεομαρτύρων, που θα καλούνταν στα χρόνια του «ερυθρού τρόμου» που ακολούθησαν να δώσουν την καλή μαρτυρία.           

Και μπορεί να είναι αλήθεια ότι ο κοινωνικοοικονομικός εκσυγχρονισμός της Ρωσίας (κάποιοι μίλησαν για «μερικό» ή «αμυντικό εκσυγχρονισμό»), ακριβώς επειδή κατευθυνόταν από το κράτος και όχι μια εύρωστη αστική τάξη που επένδυε τα πλεονάσματά της, οδήγησε στη διαμόρφωση μιας ιδιάζουσας κοινωνικής δομής, όπου το παλαιό και το νέο συνυπήρχαν χωρίς τον ενδιάμεσο κρίκο μιας ισχυρής μεσαίας τάξης, με αποτέλεσμα, όπως είχε διαβλέψει ο Λ. Τρότσκι, το οικοδόμημα να απειλείται από αστάθεια, εν τούτοις η ιδιάζουσα αυτή κατάσταση αποτελούσε από μόνη της αναγκαία αλλά όχι και ικανή αιτία κοινωνικοανατρεπτικής επανάστασης. Όπως έχει δείξει ο Όστερχάμελ (σε ένα εκπληκτικό ιστορικό μελέτημά του για τον 19ο αιώνα), και άλλα κράτη γνώρισαν, την ίδια χρονική περίοδο με τη Ρωσία, έναν ραγδαίο εκσυγχρονισμό της οικονομίας και των υποδομών τους, κινητήριος μοχλός του οποίου ήταν το κράτος και όχι μια εύρωστη αστική τάξη· όμως σε κανένα εξ αυτών τα πράγματα δεν οδηγήθηκαν σε επανάσταση αναιρετική του συνόλου του κοινωνικοοικονομικού οικοδομήματος.

Ο τελευταίος τσάρος με την οικογένειά του
Είναι με άλλα λόγια αδιαμφισβήτητο ότι η κοινωνικοοικονομική φυσιογνωμία της τσαρικής αυτοκρατορίας ήταν ατυπική συγκρινόμενη με τις δυτικές δυνάμεις· επιπλέον, στα προβλήματα που συνδέονταν με τις εγγενείς στρεβλώσεις -ανάμεσα στα οποία φιγουράρει ως τρομακτικότερο το μεγαλύτερο στον κόσμο εξωτερικό χρέος στις αρχές του 20ου αιώνα- ήλθε να προστεθεί ο αστάθμητος παράγοντας μιας ασυνήθους δημογραφικής μεγέθυνσης (ο πληθυσμός της αυτοκρατορίας αυξήθηκε μεταξύ των ετών 1890 - 1914 κατά εξήντα ένα εκατομμύρια, όπως μας ενημερώνει ο Πωλ Κένεντι). Εν τούτοις, το πρόβλημα της Ρωσίας ήταν πρωτίστως πολιτισμικό και πνευματικό, κάτι που υπαινίχθηκα μόλις ανωτέρω: Όταν οι φορείς εξουσίας, οι κοινωνικοί παράγοντες, και η πλειοψηφία των πνευματικών δυνάμεων (ο Γκράμσι θα έκανε λόγο εδώ για «παραδοσιακούς διανοούμενους» εννοώντας πρωτίστως τους… παπάδες) αδυνατούν να μιλήσουν μια κοινή γλώσσα υφασμένη στον καμβά της οικείας παράδοσης αλλά και εμπλουτισμένη από τη δημιουργική πρόσληψη καινούργιων ερεθισμάτων, τότε το ανασοποιητικό σύστημα του κοινωνικού οργανισμού εξασθενεί μέχρις ολικής φθίσεως. Δεν πρόκειται για απόρροια απλώς μιας αντίφασης μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων που προκαλείται ντετερμινιστικά και οδηγεί αναπόδραστα σε επαναστατική λύση-σύνθεση, αλλά για «κρίση της προφητείας».

Η Ιστορία δεν είναι ο άθραυστος νάρθηκας στον οποίο ενθηκεύεται με όρους αρχαιοελληνικής ειμαρμένης η «ανθρώπινη κατάσταση». Μπορεί οι εκάστοτε δομοϊστορικές συντεταγμένες να ορίζουν μεν ένα ανυπέρβλητο πλαίσιο, στα όριά του όμως η ελευθερία των δρώντων ιστορικοκοινωνικών υποκειμένων επ’ ουδενί αίρεται (καταργείται) ολοκληρωτικά· μάλλον «αίρεται» («υψώνται») ή «καθαίρεται» (ηττάται) στο μέτρο που καταξιώνεται ή διαψεύδεται στη διαλεκτική συνάρθρωσή της με την εκάστοτε κοινωνική και οικονομική συγκυρία.


Ίερός Ναός του Σωτήρος, Αγία Πετρούπολη


Εν τέλει το δίδαγμα από την ρωσική ιστορία είναι διαχρονικά επίκαιρο και καθοδηγητικό για την σύγχρονη ελληνική «ατυπική περίπτωση»: Δεν αρκούν τα κατασταλτικού τύπου μέτρα εναντίον των εχθρών της πατρίδας και της πνευματικής παράδοσης ενός λαού· ούτε συμβάλλουν κατά τι στην αντιμετώπιση οριακών απειλών οι αοριστολογικές ρητορικές εξάρσεις.  Χρειάζεται επιπλέον τόσο η ηγεσία (πολιτική, εκκλησιαστική και κοινωνική) όσο και το λαϊκό σώμα να ψυχανεμίζονται με διάθεση ρεαλισμού τα μηνύματα των καιρών αλλά και να αναγνωρίζουν με οίστρο μετανοίας τις ελλείψεις τους προκειμένου να τις θεραπεύσουν πριν μετασχηματιστούν σε μοιραίο για την κοινωνία καρκίνωμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου